Anonymous

θύννος: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  3 October 2022
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />thon, <i>poisson</i>.<br />'''Étymologie:''' [[θύνω]], cf. [[θύω]].
|btext=ου (ὁ) :<br />thon, <i>poisson</i>.<br />'''Étymologie:''' [[θύνω]], cf. [[θύω]].
}}
{{elru
|elrutext='''θύννος:''' ὁ [[рыба тунец]] (Thynnus [[vulgaris]]) Aesch., Her., Arst. etc.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θύννος:''' ὁ, [[τόνος]], μεγάλο ψάρι, που τρώγεται στη Μεσόγειο, Χρησμ. [[παρά]] Ηροδ., σε Αισχύλ., κ.λπ. (από το [[θύνω]], εξαιτίας της γρήγορης και ορμητικής του κίνησης).
|lsmtext='''θύννος:''' ὁ, [[τόνος]], μεγάλο ψάρι, που τρώγεται στη Μεσόγειο, Χρησμ. [[παρά]] Ηροδ., σε Αισχύλ., κ.λπ. (από το [[θύνω]], εξαιτίας της γρήγορης και ορμητικής του κίνησης).
}}
{{elru
|elrutext='''θύννος:''' ὁ [[рыба тунец]] (Thynnus [[vulgaris]]) Aesch., Her., Arst. etc.
}}
}}
{{etym
{{etym