Anonymous

κέλευσμα: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> ordre, commandement ; ἀπὸ ἑνὸς κελεύσματος THC tous à un seul commandement, <i>càd</i> tous à la fois ; <i>particul.</i> chant cadencé du chef des rameurs pour régler le mouvement des rames;<br /><b>2</b> appel, cri.<br />'''Étymologie:''' [[κελεύω]].
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> ordre, commandement ; ἀπὸ ἑνὸς κελεύσματος THC tous à un seul commandement, <i>càd</i> tous à la fois ; <i>particul.</i> chant cadencé du chef des rameurs pour régler le mouvement des rames;<br /><b>2</b> appel, cri.<br />'''Étymologie:''' [[κελεύω]].
}}
{{elru
|elrutext='''κέλευσμα:''' и [[κέλευμα]], ατος τό<br /><b class="num">1)</b> [[приказ]], [[приказание]] (Λοξίου κελεύσμασιν [[ἥκω]] Aesch.; κελεύματι ἐπακούσας или πειθόμενος Her.);<br /><b class="num">2)</b> [[боевой клич]], [[призыв]] (κ. δ᾽ ἦν κατ᾽ [[ἄστυ]] Τροίας [[τόδε]] Eur.; ἐν κελεύσματι καὶ ἐν σάλπιγγι NT);<br /><b class="num">3)</b> [[команда]]: ἀπὸ ἑνὸς κελεύσματος Thuc. и ἐκ κελεύσματος Aesch. по общей команде, дружно, разом;<br /><b class="num">4)</b> [[зов]], [[крик]] (νυκτίπλαγκτα κελεύματα Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κέλευσμα:''' ή [[κέλευμα]], -ατος, τό ([[κελεύω]]), [[διαταγή]], [[προσταγή]], [[κέλευσμα]], σε Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ.· [[κάλεσμα]], [[πρόσκληση]], [[κλήτευση]], σε Αισχύλ.· [[πρόσταγμα]] στη [[μάχη]], σε Ηρόδ.· επίσης, το [[κέλευσμα]] του <i>κελευστοῦ</i> (βλ. αυτ.) που έδινε το [[πρόσταγμα]] στους κωπηλάτες, <i>ἀπὸ ἑνὸς κελεύσματος</i>, από ένα [[πρόσταγμα]], σε Θουκ.· <i>ἐκ. κελεύσματος</i>, κατά το [[πρόσταγμα]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''κέλευσμα:''' ή [[κέλευμα]], -ατος, τό ([[κελεύω]]), [[διαταγή]], [[προσταγή]], [[κέλευσμα]], σε Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ.· [[κάλεσμα]], [[πρόσκληση]], [[κλήτευση]], σε Αισχύλ.· [[πρόσταγμα]] στη [[μάχη]], σε Ηρόδ.· επίσης, το [[κέλευσμα]] του <i>κελευστοῦ</i> (βλ. αυτ.) που έδινε το [[πρόσταγμα]] στους κωπηλάτες, <i>ἀπὸ ἑνὸς κελεύσματος</i>, από ένα [[πρόσταγμα]], σε Θουκ.· <i>ἐκ. κελεύσματος</i>, κατά το [[πρόσταγμα]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''κέλευσμα:''' и [[κέλευμα]], ατος τό<br /><b class="num">1)</b> [[приказ]], [[приказание]] (Λοξίου κελεύσμασιν [[ἥκω]] Aesch.; κελεύματι ἐπακούσας или πειθόμενος Her.);<br /><b class="num">2)</b> [[боевой клич]], [[призыв]] (κ. δ᾽ ἦν κατ᾽ [[ἄστυ]] Τροίας [[τόδε]] Eur.; ἐν κελεύσματι καὶ ἐν σάλπιγγι NT);<br /><b class="num">3)</b> [[команда]]: ἀπὸ ἑνὸς κελεύσματος Thuc. и ἐκ κελεύσματος Aesch. по общей команде, дружно, разом;<br /><b class="num">4)</b> [[зов]], [[крик]] (νυκτίπλαγκτα κελεύματα Aesch.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj