Anonymous

καταληκτικός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - " l.c." to " l.c.")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1360.png Seite 1360]] ή, όν, ausdörend, sich endigend, bes. von Versen, deren letzter Fuß unvollständig, verkürzt ist, Hephaest. 25 u. oft in den metrischen Schol. – Adv., καταληκτικῶς εὐφραίνειν, endlich, ausschließlich, so daß Nichts weiter dazu zu kommen braucht, M. Anton. 7, 13, δοῦναι, ohne besondere Nebenabsicht, 9, 42.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1360.png Seite 1360]] ή, όν, ausdörend, sich endigend, bes. von Versen, deren letzter Fuß unvollständig, verkürzt ist, Hephaest. 25 u. oft in den metrischen Schol. – Adv., καταληκτικῶς εὐφραίνειν, endlich, ausschließlich, so daß Nichts weiter dazu zu kommen braucht, M. Anton. 7, 13, δοῦναι, ohne besondere Nebenabsicht, 9, 42.
}}
{{elru
|elrutext='''καταληκτικός:''' стих. усеченный, неполный ([[στίχος]]).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[καταληκτικός]], -ή, -όν) [[καταλήγω]]<br /><b>1.</b> αυτός με τον οποίο λήγει [[κάτι]], αυτός που καταλήγει, που βρίσκεται στο [[τέλος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «καταληκτικοί στίχοι» — οι στίχοι που έχουν ατελή τον τελευταίο [[πόδα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>γραμμ.</b> «καταληκτική ονομαστική» — [[χαρακτηρισμός]] ονομαστικής τριτόκλητου ονόματος η οποία σχηματίζεται με την [[κατάληξη]] -ς. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καταληκτικῶς</i> (AM)<br />[[τελείως]], τελειωτικά.<br />-ή, -ό (Α [[καταληπτικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που μπορεί να κυριεύσει, να καταλάβει<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νόσο [[καταληψία]]<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> αυτός που πάσχει από [[καταληψία]]<br /><b>3.</b> <b>(ψυχολ.)</b> <b>φρ.</b> «καταληπτική [[ψυχολογία]]» — η [[ψυχολογία]] που δέχεται ότι η [[πορεία]] τών ψυχικών φαινομένων [[είναι]] [[αποτέλεσμα]] βουλητικής ενέργειας, σε [[αντιδιαστολή]] με τη συνειρμική<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τη [[διάνοια]]) αυτός που μπορεί να εννοήσει [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ καταληπτικόν</i><br />η [[δύναμη]] της αντίληψης. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καταληπτικῶς</i> (Α)<br /><b>1.</b> με άμεση [[αντίληψη]]<br /><b>2.</b> [[προφανώς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καταληπτός]]. Με τη νεοελλ. [[σημασία]] «αυτός που αναφέρεται στη νόσο [[καταληψία]]» η λ. [[είναι]] αντιδάνεια, [[πρβλ]]. αγγλ. <i>cataleptic</i> <span style="color: red;"><</span> <i>catalept</i>- ([[πρβλ]]. <i>καταληπτ</i>-<i>ός</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>ic</i> ([[πρβλ]]. -<i>ικός</i>) και μαρτυρείται από το 1889 στο <i>Λεξικόν ελληνογαλλικόν</i> του Νικόλαου Κοντόπουλου].
|mltxt=-ή, -ό (Α [[καταληκτικός]], -ή, -όν) [[καταλήγω]]<br /><b>1.</b> αυτός με τον οποίο λήγει [[κάτι]], αυτός που καταλήγει, που βρίσκεται στο [[τέλος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «καταληκτικοί στίχοι» — οι στίχοι που έχουν ατελή τον τελευταίο [[πόδα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>γραμμ.</b> «καταληκτική ονομαστική» — [[χαρακτηρισμός]] ονομαστικής τριτόκλητου ονόματος η οποία σχηματίζεται με την [[κατάληξη]] -ς. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καταληκτικῶς</i> (AM)<br />[[τελείως]], τελειωτικά.<br />-ή, -ό (Α [[καταληπτικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που μπορεί να κυριεύσει, να καταλάβει<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νόσο [[καταληψία]]<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> αυτός που πάσχει από [[καταληψία]]<br /><b>3.</b> <b>(ψυχολ.)</b> <b>φρ.</b> «καταληπτική [[ψυχολογία]]» — η [[ψυχολογία]] που δέχεται ότι η [[πορεία]] τών ψυχικών φαινομένων [[είναι]] [[αποτέλεσμα]] βουλητικής ενέργειας, σε [[αντιδιαστολή]] με τη συνειρμική<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τη [[διάνοια]]) αυτός που μπορεί να εννοήσει [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ καταληπτικόν</i><br />η [[δύναμη]] της αντίληψης. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καταληπτικῶς</i> (Α)<br /><b>1.</b> με άμεση [[αντίληψη]]<br /><b>2.</b> [[προφανώς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καταληπτός]]. Με τη νεοελλ. [[σημασία]] «αυτός που αναφέρεται στη νόσο [[καταληψία]]» η λ. [[είναι]] αντιδάνεια, [[πρβλ]]. αγγλ. <i>cataleptic</i> <span style="color: red;"><</span> <i>catalept</i>- ([[πρβλ]]. <i>καταληπτ</i>-<i>ός</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>ic</i> ([[πρβλ]]. -<i>ικός</i>) και μαρτυρείται από το 1889 στο <i>Λεξικόν ελληνογαλλικόν</i> του Νικόλαου Κοντόπουλου].
}}
{{elru
|elrutext='''καταληκτικός:''' стих. усеченный, неполный ([[στίχος]]).
}}
}}