Anonymous

καταρρεπής: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui penche.<br />'''Étymologie:''' [[καταρρέπω]].
|btext=ής, ές :<br />qui penche.<br />'''Étymologie:''' [[καταρρέπω]].
}}
{{elru
|elrutext='''καταρρεπής:''' [[склоняющийся]] (вниз), т. е. обращенный, направленный (πρός τι Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταρρεπής]], -ές (Α) [[καταρρέπω]]<br />αυτός που ρέπει, που γέρνει [[προς]] τα [[κάτω]] ή που γέρνει [[προς]] το ένα [[μέρος]], ο [[ετεροκλινής]].
|mltxt=[[καταρρεπής]], -ές (Α) [[καταρρέπω]]<br />αυτός που ρέπει, που γέρνει [[προς]] τα [[κάτω]] ή που γέρνει [[προς]] το ένα [[μέρος]], ο [[ετεροκλινής]].
}}
{{elru
|elrutext='''καταρρεπής:''' [[склоняющийся]] (вниз), т. е. обращенный, направленный (πρός τι Plut.).
}}
}}