Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λέμβος: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
mNo edit summary
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=lemvos
|Transliteration C=lemvos
|Beta Code=le/mbos
|Beta Code=le/mbos
|Definition=ὁ, a [[ship]]'s <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[cockboat]], <span class="bibl">D.32.6</span>: metaph., of a [[parasite]], ὄπισθεν ἀκολουθεῖ κόλαξ τῳ; λέμβος ἐπικέκληται <span class="bibl">Anaxandr.34.7</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[fishing]] [[boat]], <span class="bibl">Theoc.21.12</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[fast]]-[[sail]]ing [[galley]], [[felucca]], used either to precede a fleet, <span class="bibl">Plb.1.53.9</span>; or as a light transport, <span class="bibl">Id.2.3.1</span>, cf. <span class="bibl">5.109.3</span>, <span class="title">SIG</span>569.19 (Halasarna, iii B.C.), <span class="bibl"><span class="title">PPetr.</span>2p.64</span> (iii B.C.).</span>
|Definition=ὁ, a [[ship]]'s<br><span class="bld">A</span> [[cockboat]], D.32.6: metaph., of a [[parasite]], ὄπισθεν ἀκολουθεῖ κόλαξ τῳ; λέμβος ἐπικέκληται Anaxandr.34.7.<br><span class="bld">II</span> [[fishing]] [[boat]], Theoc.21.12.<br><span class="bld">2</span> [[fast]]-[[sail]]ing [[galley]], [[felucca]], used either to precede a fleet, Plb.1.53.9; or as a light transport, Id.2.3.1, cf. 5.109.3, ''SIG''569.19 (Halasarna, iii B.C.), ''PPetr.''2p.64 (iii B.C.).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />petite barque, <i>particul.</i><br /><b>1</b> chaloupe qui suit un navire;<br /><b>2</b> bateau de pêche.<br />'''Étymologie:''' DELG pas d'étym., pê emprunt (illyrien ?).
|btext=ου (ὁ) :<br />petite barque, <i>particul.</i><br /><b>1</b> [[chaloupe qui suit un navire]];<br /><b>2</b> [[bateau de pêche]].<br />'''Étymologie:''' DELG pas d'étym., pê emprunt (illyrien ?).
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[λέμβος]], ὁ)<br />[[σκάφος]] μικρών διαστάσεων, με ή [[χωρίς]] [[κατάστρωμα]], που κινείται με [[κουπιά]] ή και [[ιστία]], [[βάρκα]] («διωκόμενος ῥίπτει αὑτὸν εἰς τὴν θάλασσαν, διαμαρτὼν δὲ τοῦ λέμβου... ἀπεπνίγη», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[καλάθι]] του αεροστάτου<br /><b>2.</b> <b>ανατ.</b> το μικρότερο [[επάνω]] [[μέρος]] του πτερυγίου του αφτιού, η [[κύμβη]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «σωσίβια [[λέμβος]]» — [[λέμβος]] που χρησιμοποιείται ειδικά για τη [[διάσωση]] ναυαγών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μικρό γρήγορο [[σκάφος]] που χρησίμευε ως [[πρόσκοπος]] στόλου ή ως ελαφρό [[μεταγωγικό]]<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] παράσιτου ατόμου («[[ὄπισθεν]] ἀκολουθεῑ [[κόλαξ]] τῳ; [[λέμβος]] ἐπικέκληται», Αναξανδρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ., ίσως ιλλυρικής προελεύσεως.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[λεμβώδης]]<br /><b>μσν.</b><br />[[λεμβάδιον]] <b>νεοελλ.</b> [[λεμβίτης]], [[λεμβώνας]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[λέμβαρχος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λεμβοδρόμος]], [[λεμβόζευκτος]], [[λεμβοστάσιο]], [[λεμβουργός]], [[λεμβούχος]]. (Β' συνθετικό) <b>νεοελλ.</b> [[εξωλέμβιος]], [[επιλέμβιος]]].
|mltxt=η (AM [[λέμβος]], [[]])<br />[[σκάφος]] μικρών διαστάσεων, με ή [[χωρίς]] [[κατάστρωμα]], που κινείται με [[κουπιά]] ή και [[ιστία]], [[βάρκα]] («διωκόμενος ῥίπτει αὑτὸν εἰς τὴν θάλασσαν, διαμαρτὼν δὲ τοῦ λέμβου... ἀπεπνίγη», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[καλάθι]] του αεροστάτου<br /><b>2.</b> <b>ανατ.</b> το μικρότερο [[επάνω]] [[μέρος]] του πτερυγίου του αφτιού, η [[κύμβη]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «σωσίβια [[λέμβος]]» — [[λέμβος]] που χρησιμοποιείται ειδικά για τη [[διάσωση]] ναυαγών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μικρό γρήγορο [[σκάφος]] που χρησίμευε ως [[πρόσκοπος]] στόλου ή ως ελαφρό [[μεταγωγικό]]<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] παράσιτου ατόμου («[[ὄπισθεν]] ἀκολουθεῖ [[κόλαξ]] τῳ; [[λέμβος]] ἐπικέκληται», Αναξανδρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ., ίσως ιλλυρικής προελεύσεως.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[λεμβώδης]]<br /><b>μσν.</b><br />[[λεμβάδιον]] <b>νεοελλ.</b> [[λεμβίτης]], [[λεμβώνας]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[λέμβαρχος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λεμβοδρόμος]], [[λεμβόζευκτος]], [[λεμβοστάσιο]], [[λεμβουργός]], [[λεμβούχος]]. (Β' συνθετικό) <b>νεοελλ.</b> [[εξωλέμβιος]], [[επιλέμβιος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
Line 39: Line 39:
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[boat]], [[small boat]]
|woodrun=[[boat]], [[small boat]]
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[βάρκα]]). Ἄγνωστη ἡ [[ἐτυμολογία]] της.
}}
{{trml
|trtx====[[skiff]]===
Bulgarian: скиф; Catalan: esquif; Chinese Dutch: skiff, roeiboot; Finnish: jolla; French: [[esquif]], [[barque]]; Galician: esquife, chalana; German: [[Skiff]]; Greek: [[ακάτιο]], [[πριάρι]]; Ancient Greek: [[ἄκατος]], [[κέλης]], [[πλοιάριον]], [[λέμβος]], [[σκαφίδιον]]; Ido: bateleto; Irish: scif; Italian: [[barca]], [[lancia]]; Latin: [[linter]], [[scapha]]; Persian: زورق; Plautdietsch: Boot; Russian: [[ялик]]; Scottish Gaelic: sgoth; Serbo-Croatian Cyrillic: скиф; Latin: [[skif]]; Spanish: [[batel]]; Ukrainian: ялик; Welsh: sgiff
}}
}}