Anonymous

λατρεύω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>1</b> être serviteur à gages;<br /><b>2</b> servir <i>en gén.</i> : τινί, τινά, qqn ; <i>fig.</i> τοῖς νόμοις XÉN être esclave des lois ; [[τῇ]] ἡδονῇ LUC du plaisir.<br />'''Étymologie:''' [[λάτρις]].
|btext=<b>1</b> être serviteur à gages;<br /><b>2</b> servir <i>en gén.</i> : τινί, τινά, qqn ; <i>fig.</i> τοῖς νόμοις XÉN être esclave des lois ; [[τῇ]] ἡδονῇ LUC du plaisir.<br />'''Étymologie:''' [[λάτρις]].
}}
{{elru
|elrutext='''λατρεύω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[нести службу]], [[служить]] (τινί Soph., Eur., Xen., реже τινά Eur.);<br /><b class="num">2)</b> (об обязанностях), [[нести]], [[выполнять]], (καλὸν πόνον Eur.);<br /><b class="num">3)</b> перен. [[служить]], [[быть преданным]], [[подчиняться]] (τοῖς νόμοις Xen.; ἡδονῇ Luc.);<br /><b class="num">4)</b> [[служить]], [[поклоняться]] (τῷ κάλλει Isocr.; τῷ θεῷ NT).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λατρεύω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[λάτρις]])·<br /><b class="num">I.</b> [[εργάζομαι]] με [[μισθό]], [[δουλεύω]] επί [[πληρωμή]], βρίσκομαι σε [[κατάσταση]] δουλείας, [[υπηρετώ]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[λατρεύω]] τινί, [[υπηρετώ]], βρίσκομαι στις υπηρεσίες κάποιου, είμαι [[υπόδουλος]], σε Σοφ., Ευρ., κ.λπ.· με αιτ. προσ., [[υπηρετώ]], σε Ευρ.· μεταφ., λατρεύειν [[πέτρα]], λέγεται για τον Προμηθέα, σε Αισχύλ.· <i>μόχθοις λατρεύων</i>, σε Σοφ.· [[λατρεύω]] νόμοις, [[υπακούω]], σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> [[λατρεύω]] τους θεούς με προσευχές και θυσίες, [[λατρεύω]] Φοίβῳ, σε Ευρ.· με σύστ. αιτ., πόνον [[λατρεύω]], [[αποδίδω]] την προσήκουσα [[υπηρεσία]], στον ίδ.
|lsmtext='''λατρεύω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[λάτρις]])·<br /><b class="num">I.</b> [[εργάζομαι]] με [[μισθό]], [[δουλεύω]] επί [[πληρωμή]], βρίσκομαι σε [[κατάσταση]] δουλείας, [[υπηρετώ]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[λατρεύω]] τινί, [[υπηρετώ]], βρίσκομαι στις υπηρεσίες κάποιου, είμαι [[υπόδουλος]], σε Σοφ., Ευρ., κ.λπ.· με αιτ. προσ., [[υπηρετώ]], σε Ευρ.· μεταφ., λατρεύειν [[πέτρα]], λέγεται για τον Προμηθέα, σε Αισχύλ.· <i>μόχθοις λατρεύων</i>, σε Σοφ.· [[λατρεύω]] νόμοις, [[υπακούω]], σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> [[λατρεύω]] τους θεούς με προσευχές και θυσίες, [[λατρεύω]] Φοίβῳ, σε Ευρ.· με σύστ. αιτ., πόνον [[λατρεύω]], [[αποδίδω]] την προσήκουσα [[υπηρεσία]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''λατρεύω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[нести службу]], [[служить]] (τινί Soph., Eur., Xen., реже τινά Eur.);<br /><b class="num">2)</b> (об обязанностях), [[нести]], [[выполнять]], (καλὸν πόνον Eur.);<br /><b class="num">3)</b> перен. [[служить]], [[быть преданным]], [[подчиняться]] (τοῖς νόμοις Xen.; ἡδονῇ Luc.);<br /><b class="num">4)</b> [[служить]], [[поклоняться]] (τῷ κάλλει Isocr.; τῷ θεῷ NT).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj