Anonymous

λῦμα: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  3 October 2022
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>I.</b> souillure, impureté, ordure :<br /><b>1</b> <i>au propre, d'ord. au pl.</i> impuretés enlevées par un lavage;<br /><b>2</b> <i>au sens mor.</i> souillure, tache, sujet de honte <i>ou</i> de déshonneur;<br /><b>II.</b> fléau, mal, malheur.<br />'''Étymologie:''' R. Λυ, laver ; v. [[λούω]].
|btext=ατος (τό) :<br /><b>I.</b> souillure, impureté, ordure :<br /><b>1</b> <i>au propre, d'ord. au pl.</i> impuretés enlevées par un lavage;<br /><b>2</b> <i>au sens mor.</i> souillure, tache, sujet de honte <i>ou</i> de déshonneur;<br /><b>II.</b> fléau, mal, malheur.<br />'''Étymologie:''' R. Λυ, laver ; v. [[λούω]].
}}
{{elru
|elrutext='''λῦμα:''' ατος τό (преимущ. pl.)<br /><b class="num">1)</b> [[нечистота]], [[грязь]] (ἀπὸ χροὸς λύματα πάντα καθαίρειν Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[нечестие]], [[позор]] (τῷ γήρᾳ Soph.);<br /><b class="num">3)</b> [[несчастье]], [[пагуба]], [[гибель]] (Ἀχαιῶν Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λῦμα:''' -ατος, τό ([[λούω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[κυρίως]] στον πληθ., [[νερό]] που χρησιμεύει στο [[νίψιμο]] ή στο [[πλύσιμο]], [[απόνερα]], ακαθαρσίες, βρωμιές, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>λύμαθ' ἁγνίσας ἐμά</i>, λέγεται για το [[αίμα]] στα χέρια του, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[ηθικός]] [[ρύπος]], [[ηθική]] [[σπίλωση]], [[κυρίως]] στον ενικ., στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> = [[λύμη]], [[καταστροφή]], όλεθρος, σε Αισχύλ.· λέγεται για πρόσωπα, [[λῦμα]] Ἀχαιῶν, δηλ. ο Έκτορας, σε Ευρ.
|lsmtext='''λῦμα:''' -ατος, τό ([[λούω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[κυρίως]] στον πληθ., [[νερό]] που χρησιμεύει στο [[νίψιμο]] ή στο [[πλύσιμο]], [[απόνερα]], ακαθαρσίες, βρωμιές, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>λύμαθ' ἁγνίσας ἐμά</i>, λέγεται για το [[αίμα]] στα χέρια του, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[ηθικός]] [[ρύπος]], [[ηθική]] [[σπίλωση]], [[κυρίως]] στον ενικ., στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> = [[λύμη]], [[καταστροφή]], όλεθρος, σε Αισχύλ.· λέγεται για πρόσωπα, [[λῦμα]] Ἀχαιῶν, δηλ. ο Έκτορας, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''λῦμα:''' ατος τό (преимущ. pl.)<br /><b class="num">1)</b> [[нечистота]], [[грязь]] (ἀπὸ χροὸς λύματα πάντα καθαίρειν Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[нечестие]], [[позор]] (τῷ γήρᾳ Soph.);<br /><b class="num">3)</b> [[несчастье]], [[пагуба]], [[гибель]] (Ἀχαιῶν Eur.).
}}
}}
{{etym
{{etym