3,277,218
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>voc.</i> μῆτερ, <i>gén.</i> μητρός, <i>dat.</i> μητρί, <i>acc.</i> μητέρα;<br /><i>plur.</i> μητέρες, μητέρων, μητρᾶσι, μητέρας (ἡ) :<br />mère <i>au pr. et au fig.</i> ; [[μήτηρ]] σεμνή, la Vénérable <i>ou</i> la Grande Mère, <i>càd</i> Rhéa (<i>qqf</i> Déméter).<br />'''Étymologie:''' R. Ma, produire <i>ou</i> nourrir ; cf. Μάϊα, <i>lat.</i> mater, etc. | |btext=<i>voc.</i> μῆτερ, <i>gén.</i> μητρός, <i>dat.</i> μητρί, <i>acc.</i> μητέρα;<br /><i>plur.</i> μητέρες, μητέρων, μητρᾶσι, μητέρας (ἡ) :<br />mère <i>au pr. et au fig.</i> ; [[μήτηρ]] σεμνή, la Vénérable <i>ou</i> la Grande Mère, <i>càd</i> Rhéa (<i>qqf</i> Déméter).<br />'''Étymologie:''' R. Ma, produire <i>ou</i> nourrir ; cf. Μάϊα, <i>lat.</i> mater, etc. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μήτηρ:''' дор. [[μάτηρ]] (ᾱ), gen. μητρός, дор. [[ματρός]], поэт. μητέρος ἡ (dat. μητρί - эп. [[μητέρι]], acc. μητέρα, voc. μῆτερ; pl.: μητέρες, μητέρων, μητράσι(ν), μητέρας)<br /><b class="num">1)</b> [[мать]]: ἡ μήτηρ [[μεγάλη]] Pind. или σεμνή Soph. великая или почтенная мать, т. е. Рея или Кибела; ἡ Μ. Her. = [[Δημήτηρ]];<br /><b class="num">2)</b> перен. [[мать]], [[родительница]] (γῆ μήτηρ Aesch.; γῆ πάντων μήτηρ Hes.); родина (ἡ [[Σκῦρος]], ἀλκίμων [[ἀνδρῶν]] μήτηρ ἔφυ Soph.);<br /><b class="num">3)</b> перен. [[источник]], [[причина]] (τῆς εὐπραξίας Aesch.; κακῶν Soph.; αἰσχύνας ἐμᾶς Soph.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 36: | Line 39: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μήτηρ:''' Δωρ. [[μάτηρ]], ἡ, κλητ. <i>μῆτερ</i>· [[αλλά]] κατά το [[πατήρ]] στον τονισμό των άλλων πτώσεων, γεν. <i>μητέρος</i>, <i>μητρός</i>, δοτ. [[μητέρι]], <i>[[μητρί]]</i>, κ.λπ.· [[μητέρα]], σε Όμηρ. κ.λπ.·<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για ζώα, [[θηλυκός]] [[γονιός]], στον ίδ.· ἀπό ή <i>ἐκ μητρός</i>, από τη [[μήτρα]] της μάνας μου, σε Πίνδ., Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> επίσης, λέγεται για περιοχές, εδάφη, [[μήτηρ]] μήλων, <i>θηρῶν</i>, [[μητέρα]] των κοπαδιών, του παιχνιδιού (του κυνηγιού), σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για τη Γη, γῆ πάντων [[μήτηρ]], σε Ησίοδ.· γῆ [[μήτηρ]], σε Αισχύλ.· ὦ [[γαῖα]] μῆτερ, σε Ευρ.· επίσης, <i>ἡ Μάτηρ</i> μόνο, αντί [[Δημήτηρ]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για [[τόπο]], όπου γεννήθηκε [[κάποιος]], <i>μάτερ ἐμά</i>, <i>Θήβα</i>, σε Πίνδ. κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> ποιητ. ως η [[πηγή]] των συμβάντων, [[μήτηρ]] ἀέθλων, λέγεται για την [[Ολυμπία]], στον ίδ., η [[νύχτα]] είναι η [[μητέρα]] της ημέρας, σε Αισχύλ.· [[σταφύλι]] κρασιού, στο ίδ. | |lsmtext='''μήτηρ:''' Δωρ. [[μάτηρ]], ἡ, κλητ. <i>μῆτερ</i>· [[αλλά]] κατά το [[πατήρ]] στον τονισμό των άλλων πτώσεων, γεν. <i>μητέρος</i>, <i>μητρός</i>, δοτ. [[μητέρι]], <i>[[μητρί]]</i>, κ.λπ.· [[μητέρα]], σε Όμηρ. κ.λπ.·<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για ζώα, [[θηλυκός]] [[γονιός]], στον ίδ.· ἀπό ή <i>ἐκ μητρός</i>, από τη [[μήτρα]] της μάνας μου, σε Πίνδ., Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> επίσης, λέγεται για περιοχές, εδάφη, [[μήτηρ]] μήλων, <i>θηρῶν</i>, [[μητέρα]] των κοπαδιών, του παιχνιδιού (του κυνηγιού), σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για τη Γη, γῆ πάντων [[μήτηρ]], σε Ησίοδ.· γῆ [[μήτηρ]], σε Αισχύλ.· ὦ [[γαῖα]] μῆτερ, σε Ευρ.· επίσης, <i>ἡ Μάτηρ</i> μόνο, αντί [[Δημήτηρ]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για [[τόπο]], όπου γεννήθηκε [[κάποιος]], <i>μάτερ ἐμά</i>, <i>Θήβα</i>, σε Πίνδ. κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> ποιητ. ως η [[πηγή]] των συμβάντων, [[μήτηρ]] ἀέθλων, λέγεται για την [[Ολυμπία]], στον ίδ., η [[νύχτα]] είναι η [[μητέρα]] της ημέρας, σε Αισχύλ.· [[σταφύλι]] κρασιού, στο ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |