Anonymous

μήτηρ: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0178.png Seite 178]] ἡ, gen. μητρός, ep. auch μητέρος, auch in lyrischen Stellen der Tragg., wie Soph. O. C. 1478, im Dialog nur Eur. Rhes. 393, acc. μητέρα; die [[Mutter]], Hom. u. Folgde überall; τὸν ἀθανάτη τέκε [[μήτηρ]], Il. 10, 404; sehr gew. [[πότνια]] [[μήτηρ]]; auch von Thieren, Mutterkuh, Mutterschaaf u. vgl., Od. 10, 414 Il. 17, 4; von einem Vogel, der Junge hat, 2, 313. 315, wie Soph. ψακαλοῦχοι μητέρες, frg. 962. Oft übertr. so von einem Lande gesagt, [[μήτηρ]] μήλων, θηρῶν, Mutter der Schaafheerden, des Wildes, das viele Schaafheerden ernährt, reich an Wild ist, Il. 2, 696. 8, 47 u. öfter. Vom Vaterlande, τέκνοις τε γῇ τε μητρί, Aesch. Sept. 16, vgl. 398. 566; ἡ Σκῦρος ἀνδρῶν ἀλκίμων [[μήτηρ]] ἔφυ, Soph. Phil. 326. Auch von anderen Verhältnissen, wie bei uns, für Urheberinn, Hervorbringerinn, [[πειθαρχία]] γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας [[μήτηρ]], Aesch. Spt. 207, [[εὐάγγελος]] [[ἕως]] γένοιτο μητρὸς εὐφρόνης [[πάρα]], Ag. 255, μητρὸς ἀγρίας ἄπο ποτὸν παλαιᾶς ἀμπέλου [[γάνος]] [[τόδε]], Pers. 606; οἷς γὰρ ἡ [[γνώμη]] κακῶν [[μήτηρ]] γένηται, Soph. Phil. 1345; ὦ μεγάλα [[φάτις]], ὦ μᾶτερ αἰσχύνας ἐμᾶς, Ai. 174; μυρίων μῆτερ τροπαίων, Eur. Troad. 1222; auch in Prosa, εἰσὶ πολιτειῶν οἷον μητέρες δύο τινός, Plat. Legg. III, 693 d; τὴν γεωργίαν τῶν ἄλλων τεχνῶν μητέρα καὶ τροφὸν εἶναι, Xen. Oec. 5, 17; öfter bei Plut. u. a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0178.png Seite 178]] ἡ, gen. μητρός, ep. auch μητέρος, auch in lyrischen Stellen der Tragg., wie Soph. O. C. 1478, im Dialog nur Eur. Rhes. 393, acc. μητέρα; die [[Mutter]], Hom. u. Folgde überall; τὸν ἀθανάτη τέκε [[μήτηρ]], Il. 10, 404; sehr gew. [[πότνια]] [[μήτηρ]]; auch von Thieren, Mutterkuh, Mutterschaaf u. vgl., Od. 10, 414 Il. 17, 4; von einem Vogel, der Junge hat, 2, 313. 315, wie Soph. ψακαλοῦχοι μητέρες, frg. 962. Oft übertr. so von einem Lande gesagt, [[μήτηρ]] μήλων, θηρῶν, Mutter der Schaafheerden, des Wildes, das viele Schaafheerden ernährt, reich an Wild ist, Il. 2, 696. 8, 47 u. öfter. Vom Vaterlande, τέκνοις τε γῇ τε μητρί, Aesch. Sept. 16, vgl. 398. 566; ἡ Σκῦρος ἀνδρῶν ἀλκίμων [[μήτηρ]] ἔφυ, Soph. Phil. 326. Auch von anderen Verhältnissen, wie bei uns, für Urheberinn, Hervorbringerinn, [[πειθαρχία]] γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας [[μήτηρ]], Aesch. Spt. 207, [[εὐάγγελος]] [[ἕως]] γένοιτο μητρὸς εὐφρόνης [[πάρα]], Ag. 255, μητρὸς ἀγρίας ἄπο ποτὸν παλαιᾶς ἀμπέλου [[γάνος]] [[τόδε]], Pers. 606; οἷς γὰρ ἡ [[γνώμη]] κακῶν [[μήτηρ]] γένηται, Soph. Phil. 1345; ὦ μεγάλα [[φάτις]], ὦ μᾶτερ αἰσχύνας ἐμᾶς, Ai. 174; μυρίων μῆτερ τροπαίων, Eur. Troad. 1222; auch in Prosa, εἰσὶ πολιτειῶν οἷον μητέρες δύο τινός, Plat. Legg. III, 693 d; τὴν γεωργίαν τῶν ἄλλων τεχνῶν μητέρα καὶ τροφὸν εἶναι, Xen. Oec. 5, 17; öfter bei Plut. u. a. Sp.
}}
{{bailly
|btext=<i>voc.</i> μῆτερ, <i>gén.</i> μητρός, <i>dat.</i> μητρί, <i>acc.</i> μητέρα;<br /><i>plur.</i> μητέρες, μητέρων, μητρᾶσι, μητέρας (ἡ) :<br />mère <i>au pr. et au fig.</i> ; [[μήτηρ]] σεμνή, la Vénérable <i>ou</i> la Grande Mère, <i>càd</i> Rhéa (<i>qqf</i> Déméter).<br />'''Étymologie:''' R. Ma, produire <i>ou</i> nourrir ; cf. Μάϊα, <i>lat.</i> mater, etc.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μήτηρ''': Δωρ. [[μάτηρ]], ἡ· [[καίπερ]] παροξύτονον ἐν τῇ ὀνομαστ., ἐν ταῖς πλαγίαις πτώσεσι τονίζεται ὡς τὸ [[πατήρ]], - δηλ., γενικ. μητέρος συγκεκομμ. μητρός, δοτ. μητέρι μητρί, - ἀμφότεροι οἱ τύποι εὕρηνται παρ’ Ὁμ., ἀλλὰ οἱ ἀσυναίρετοι οὐχὶ παρ’ Ἀττ., εἰ μὴ ἐν λυρικοῖς χωρίοις τῶν Τραγ., ὡς ματέρος Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 539· ματέρι Σοφ. Ο. Κ. 1481 μητέρος [[ἅπαξ]] ἐν ἰάμβ. Εὐριπ. Ρῆσ. 393· αἰτ. μητέρα, μητέρας, [[οὐδέποτε]] συγκόπτονται· κλητ. μῆτερ. (Πρβλ. [[μαῖα]]· Σανσκρ. mât-a· Λατ. mat-er· Ἀρχ. Σκανδιν. mod-ir· Ἀγγλο-Σαξον. mod-er· Ἀρχ. Γερμ. muot-ar (mutter, Ἀγγλ. mother)· Ἀρχ. Σλαυ. mat-i· Λιθ. mot-i· Κελτ. math-air· - ἡ [[ῥίζα]] φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] τὸ Σανσκρ. mā (ποιῶ, [[κάμνω]]), M. Müller Sc. of Lang. 2. 212.) Ὡς καὶ νῦν, [[μήτηρ]], κοινῶς «μητέρα», Ὅμ., κτλ.· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ζῴων «[[μάννα]]», Ἰλ. Ρ. 4, Ὀδ. Κ. 414· ἐπὶ πτηνοῦ, Ἰλ. Β. 313· ἐπὶ μελισσῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 21, 2, κτλ.· - ἀπὸ ἢ ἐκ μητρός, ἐκ κοιλίας μητρός, ἐκ γενετῆς, Πινδ. Π. 5. 153, Αἰσχύλ. Χο. 422· ἐν τῷ πληθ., ἡ [[μήτηρ]] καὶ ἡ [[μάμμη]], Πλουτ. Ἆγις 9· - ὡς [[τύπος]] προσφωνήσεως πρὸς πρεσβύτιδας, «μαννίτσα μου», «κυρὰ [[μάννα]]», ὦ μῆτερ Διόδ. 17. 37, κτλ. 2) [[ὡσαύτως]] ἐπὶ πόλεως ἢ χώρας, [[μήτηρ]] μήλων, θηρῶν, [[μήτηρ]] ποιμνίων, κυνηγίου, Ἴτωνά τε μητέρα μήλων Ἰλ. Β. 696., Θ. 47, κτλ.· - [[συχνάκις]] περὶ τῆς γῆς, γῆ πάντων μήτηρ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 561· πὰρ [[μέσον]] ὀμφαλὸν εὐδένδροιο... ματέρος Πινδ. Π. 4. 133· γῆ [[μήτηρ]] Αἰσχύλ. Θήβ. 16, κτλ.· ὧ [[γαῖα]] μῆτερ Εὐρ. Ἱππ. 601· - [[ὡσαύτως]] μόνον ἡ Μήτηρ ἀντὶ τοῦ [[Δημήτηρ]], τῇ Μητρὶ καὶ τῇ Κούρῃ ὁρτὴν ἄ γουσι Ἡρόδ. 8. 65· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τῆς Ρέας, Πινδ. Π. 3. 138· ὦ Πάν..., Ματρὸς [[μεγάλης]] ὀπαδὲ ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 63, πρβλ. Εὐρ. Ἑλ. 1355· οὕτω, μήτηρ ὀρεία Ἀριστοφ. Ὄρν. 746. 3) [[συχνάκις]] ἐπὶ τῆς πατρίδος ἢ τοῦ τόπου τῆς γεννήσεως, μᾶτερ ἐμά, Θήβα Πινδ. Ι. 1. 1, πρβλ. Π. 8. 140, Αἰσχύλ. Θήβ. 416, Ἰσοκρ. 45C· [[ἑπομένως]], συνώνυμ. τῷ [[μητρόπολις]], Πινδ. Ο. 9. 32, πρβλ. 6. 169· ἡ Σκῦρος ἀλκίμων ἀνδρῶν μήτηρ Σοφ. Φ. 326. II. ποιητ., ἡ ἀρχὴ ἢ [[πηγή]] τινος, μήτηρ ἀέθλων, ἡ [[Ὀλυμπία]], Πινδ. Ο. 8. 2· [[πειθαρχία]] γὰρ τῆς εὐπραξίας μήτηρ Αἰσχύλ. Θήβ. 225· ἡ γνώμη μήτηρ κακῶν Σοφ. Φ. 1361· [[οὕτως]] ἡ νὺξ [[εἶναι]] [[μήτηρ]] τῆς ἡμέρας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 265· ἡ σταφυλὴ τοῦ οἴνου, ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 614· τὸ [[θέρος]] τοῦ βλαστοῦ τῆς ἀμπέλου, Πινδ. Ν. 5. 11· ἡ [[Ἀφροδίτη]] τῶν ἐρώτων, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 87· ὦ μᾶτερ αἰσχύνας ἐμᾶς, ἐπὶ κακῆς φήμης, Σοφ. Αἴ. 174· πρβλ. [[μητρυιά]].
|lstext='''μήτηρ''': Δωρ. [[μάτηρ]], ἡ· [[καίπερ]] παροξύτονον ἐν τῇ ὀνομαστ., ἐν ταῖς πλαγίαις πτώσεσι τονίζεται ὡς τὸ [[πατήρ]], - δηλ., γενικ. μητέρος συγκεκομμ. μητρός, δοτ. μητέρι μητρί, - ἀμφότεροι οἱ τύποι εὕρηνται παρ’ Ὁμ., ἀλλὰ οἱ ἀσυναίρετοι οὐχὶ παρ’ Ἀττ., εἰ μὴ ἐν λυρικοῖς χωρίοις τῶν Τραγ., ὡς ματέρος Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 539· ματέρι Σοφ. Ο. Κ. 1481 μητέρος [[ἅπαξ]] ἐν ἰάμβ. Εὐριπ. Ρῆσ. 393· αἰτ. μητέρα, μητέρας, [[οὐδέποτε]] συγκόπτονται· κλητ. μῆτερ. (Πρβλ. [[μαῖα]]· Σανσκρ. mât-a· Λατ. mat-er· Ἀρχ. Σκανδιν. mod-ir· Ἀγγλο-Σαξον. mod-er· Ἀρχ. Γερμ. muot-ar (mutter, Ἀγγλ. mother)· Ἀρχ. Σλαυ. mat-i· Λιθ. mot-i· Κελτ. math-air· - ἡ [[ῥίζα]] φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] τὸ Σανσκρ. mā (ποιῶ, [[κάμνω]]), M. Müller Sc. of Lang. 2. 212.) Ὡς καὶ νῦν, [[μήτηρ]], κοινῶς «μητέρα», Ὅμ., κτλ.· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ζῴων «[[μάννα]]», Ἰλ. Ρ. 4, Ὀδ. Κ. 414· ἐπὶ πτηνοῦ, Ἰλ. Β. 313· ἐπὶ μελισσῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 21, 2, κτλ.· - ἀπὸ ἢ ἐκ μητρός, ἐκ κοιλίας μητρός, ἐκ γενετῆς, Πινδ. Π. 5. 153, Αἰσχύλ. Χο. 422· ἐν τῷ πληθ., ἡ [[μήτηρ]] καὶ ἡ [[μάμμη]], Πλουτ. Ἆγις 9· - ὡς [[τύπος]] προσφωνήσεως πρὸς πρεσβύτιδας, «μαννίτσα μου», «κυρὰ [[μάννα]]», ὦ μῆτερ Διόδ. 17. 37, κτλ. 2) [[ὡσαύτως]] ἐπὶ πόλεως ἢ χώρας, [[μήτηρ]] μήλων, θηρῶν, [[μήτηρ]] ποιμνίων, κυνηγίου, Ἴτωνά τε μητέρα μήλων Ἰλ. Β. 696., Θ. 47, κτλ.· - [[συχνάκις]] περὶ τῆς γῆς, γῆ πάντων μήτηρ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 561· πὰρ [[μέσον]] ὀμφαλὸν εὐδένδροιο... ματέρος Πινδ. Π. 4. 133· γῆ [[μήτηρ]] Αἰσχύλ. Θήβ. 16, κτλ.· ὧ [[γαῖα]] μῆτερ Εὐρ. Ἱππ. 601· - [[ὡσαύτως]] μόνον ἡ Μήτηρ ἀντὶ τοῦ [[Δημήτηρ]], τῇ Μητρὶ καὶ τῇ Κούρῃ ὁρτὴν ἄ γουσι Ἡρόδ. 8. 65· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τῆς Ρέας, Πινδ. Π. 3. 138· ὦ Πάν..., Ματρὸς [[μεγάλης]] ὀπαδὲ ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 63, πρβλ. Εὐρ. Ἑλ. 1355· οὕτω, μήτηρ ὀρεία Ἀριστοφ. Ὄρν. 746. 3) [[συχνάκις]] ἐπὶ τῆς πατρίδος ἢ τοῦ τόπου τῆς γεννήσεως, μᾶτερ ἐμά, Θήβα Πινδ. Ι. 1. 1, πρβλ. Π. 8. 140, Αἰσχύλ. Θήβ. 416, Ἰσοκρ. 45C· [[ἑπομένως]], συνώνυμ. τῷ [[μητρόπολις]], Πινδ. Ο. 9. 32, πρβλ. 6. 169· ἡ Σκῦρος ἀλκίμων ἀνδρῶν μήτηρ Σοφ. Φ. 326. II. ποιητ., ἡ ἀρχὴ ἢ [[πηγή]] τινος, μήτηρ ἀέθλων, ἡ [[Ὀλυμπία]], Πινδ. Ο. 8. 2· [[πειθαρχία]] γὰρ τῆς εὐπραξίας μήτηρ Αἰσχύλ. Θήβ. 225· ἡ γνώμη μήτηρ κακῶν Σοφ. Φ. 1361· [[οὕτως]] ἡ νὺξ [[εἶναι]] [[μήτηρ]] τῆς ἡμέρας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 265· ἡ σταφυλὴ τοῦ οἴνου, ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 614· τὸ [[θέρος]] τοῦ βλαστοῦ τῆς ἀμπέλου, Πινδ. Ν. 5. 11· ἡ [[Ἀφροδίτη]] τῶν ἐρώτων, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 87· ὦ μᾶτερ αἰσχύνας ἐμᾶς, ἐπὶ κακῆς φήμης, Σοφ. Αἴ. 174· πρβλ. [[μητρυιά]].
}}
{{bailly
|btext=<i>voc.</i> μῆτερ, <i>gén.</i> μητρός, <i>dat.</i> μητρί, <i>acc.</i> μητέρα;<br /><i>plur.</i> μητέρες, μητέρων, μητρᾶσι, μητέρας (ἡ) :<br />mère <i>au pr. et au fig.</i> ; [[μήτηρ]] σεμνή, la Vénérable <i>ou</i> la Grande Mère, <i>càd</i> Rhéa (<i>qqf</i> Déméter).<br />'''Étymologie:''' R. Ma, produire <i>ou</i> nourrir ; cf. Μάϊα, <i>lat.</i> mater, etc.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth