Anonymous

μέροψ: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  3 October 2022
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{elru
{{elru
|elrutext='''μέροψ:''' οπος ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[смертный]], [[человек]] ([[οὔτις]] μερόπων Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> зоол. ястреб-пчелоед ([[Merops]] [[apiaster]] или Pernis apivorus) Arst., Plut.
|elrutext='''μέροψ:''' οπος ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[смертный]], [[человек]] ([[οὔτις]] μερόπων Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> зоол. ястреб-пчелоед ([[Merops]] [[apiaster]] или Pernis apivorus) Arst., Plut.
}}
{{elru
|elrutext='''μέροψ:''' οπος adj. (dat. pl. μερόπεσσι) (только pl.) смертный (ἄνθρωποι, βροτοί Hom.; λαοί Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μέροψ:''' -οπος, ὁ ([[μείρομαι]], ὄψ), μόνο στον πληθ. ως επιθ. [[προσδιορισμός]] για ανθρώπους, αυτός που μιλάει έναρθρα, [[προικισμένος]] με το [[χάρισμα]] του λόγου, σε Όμηρ., Ησίοδ.· απ' όπου, <i>μέροπες</i> ως ουσ., = <i>ἄνθρωποι</i>, σε Αισχύλ., Ευρ.
|lsmtext='''μέροψ:''' -οπος, ὁ ([[μείρομαι]], ὄψ), μόνο στον πληθ. ως επιθ. [[προσδιορισμός]] για ανθρώπους, αυτός που μιλάει έναρθρα, [[προικισμένος]] με το [[χάρισμα]] του λόγου, σε Όμηρ., Ησίοδ.· απ' όπου, <i>μέροπες</i> ως ουσ., = <i>ἄνθρωποι</i>, σε Αισχύλ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''μέροψ:''' οπος adj. (dat. pl. μερόπεσσι) (только pl.) смертный (ἄνθρωποι, βροτοί Hom.; λαοί Aesch.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μέρ-οψ, οπος, [[μείρομαι]], ὄψ]<br />only in plural as epithet of men, [[dividing]] the [[voice]], i. e. [[articulate]]-[[speaking]], endowed, with [[speech]], Hom., Hes.:—[[hence]] μέροπες as [[substantive]] = ἄνθρωποι, Aesch., Eur.
|mdlsjtxt=μέρ-οψ, οπος, [[μείρομαι]], ὄψ]<br />only in plural as epithet of men, [[dividing]] the [[voice]], i. e. [[articulate]]-[[speaking]], endowed, with [[speech]], Hom., Hes.:—[[hence]] μέροπες as [[substantive]] = ἄνθρωποι, Aesch., Eur.
}}
}}