3,277,649
edits
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μέροψ:''' οπος ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[смертный]], [[человек]] ([[οὔτις]] μερόπων Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> зоол. ястреб-пчелоед ([[Merops]] [[apiaster]] или Pernis apivorus) Arst., Plut. | |elrutext='''μέροψ:''' οπος ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[смертный]], [[человек]] ([[οὔτις]] μερόπων Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> зоол. ястреб-пчелоед ([[Merops]] [[apiaster]] или Pernis apivorus) Arst., Plut. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μέροψ:''' οπος adj. (dat. pl. μερόπεσσι) (только pl.) смертный (ἄνθρωποι, βροτοί Hom.; λαοί Aesch.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 30: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μέροψ:''' -οπος, ὁ ([[μείρομαι]], ὄψ), μόνο στον πληθ. ως επιθ. [[προσδιορισμός]] για ανθρώπους, αυτός που μιλάει έναρθρα, [[προικισμένος]] με το [[χάρισμα]] του λόγου, σε Όμηρ., Ησίοδ.· απ' όπου, <i>μέροπες</i> ως ουσ., = <i>ἄνθρωποι</i>, σε Αισχύλ., Ευρ. | |lsmtext='''μέροψ:''' -οπος, ὁ ([[μείρομαι]], ὄψ), μόνο στον πληθ. ως επιθ. [[προσδιορισμός]] για ανθρώπους, αυτός που μιλάει έναρθρα, [[προικισμένος]] με το [[χάρισμα]] του λόγου, σε Όμηρ., Ησίοδ.· απ' όπου, <i>μέροπες</i> ως ουσ., = <i>ἄνθρωποι</i>, σε Αισχύλ., Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=μέρ-οψ, οπος, [[μείρομαι]], ὄψ]<br />only in plural as epithet of men, [[dividing]] the [[voice]], i. e. [[articulate]]-[[speaking]], endowed, with [[speech]], Hom., Hes.:—[[hence]] μέροπες as [[substantive]] = ἄνθρωποι, Aesch., Eur. | |mdlsjtxt=μέρ-οψ, οπος, [[μείρομαι]], ὄψ]<br />only in plural as epithet of men, [[dividing]] the [[voice]], i. e. [[articulate]]-[[speaking]], endowed, with [[speech]], Hom., Hes.:—[[hence]] μέροπες as [[substantive]] = ἄνθρωποι, Aesch., Eur. | ||
}} | }} |