Anonymous

μέλος: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  3 October 2022
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br /><b>I.</b> <i>au propre</i> membre, articulation;<br /><b>II.</b> membre de phrase musicale ; chant rythmé avec art, <i>particul.</i><br /><b>1</b> chant des instruments (flûte, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> chant avec accompagnement de musique ; mélodie ; παρὰ [[μέλος]] (<i>cf.</i> [[πλημμελής]]) sans mesure, sans raison, maladroitement;<br /><b>3</b> <i>p. ext.</i> parole qu’on répète sans cesse, redite;<br /><b>4</b> τὰ [[μέλη]] poésie lyrique.<br />'''Étymologie:''' R. Μελ, être ajusté.
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br /><b>I.</b> <i>au propre</i> membre, articulation;<br /><b>II.</b> membre de phrase musicale ; chant rythmé avec art, <i>particul.</i><br /><b>1</b> chant des instruments (flûte, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> chant avec accompagnement de musique ; mélodie ; παρὰ [[μέλος]] (<i>cf.</i> [[πλημμελής]]) sans mesure, sans raison, maladroitement;<br /><b>3</b> <i>p. ext.</i> parole qu’on répète sans cesse, redite;<br /><b>4</b> τὰ [[μέλη]] poésie lyrique.<br />'''Étymologie:''' R. Μελ, être ajusté.
}}
{{elru
|elrutext='''μέλος:''' εος τό преимущ. pl. член, часть тела (τοῦ ζῴου μέρη καὶ [[μέλη]] Plat.; ἐν ἑνὶ σώματι [[μέλη]] [[πολλά]] NT): κατὰ μέλεα Her. на (отдельные) члены; ἀσθενῶ [[μέλη]] Eur. я ослабел телом.<br />εος τό<br /><b class="num">1)</b> [[песня]], [[поэма]], [[лирическое произведение]] ([[καλλίνικον]] Pind.; τὸ μ. ἐκ τριῶν ἐστι συγκείμενον λόγου τε καὶ ἁρμονίας καὶ ῥυθμοῦ Plat.): ἐν μέλεϊ ποιέειν τι Her. воспеть что-л.; τὰ [[μέλη]] Plat. лирическая поэзия;<br /><b class="num">2)</b> [[напев]], [[мелодия]]: ἐν [[μέλει]] Plat. в лад, стройно; παρὰ μ. Plat., Arst. нестройно, перен. невпопад, некстати.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 36: Line 39:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μέλος:''' -εος, τό,<br /><b class="num">I.</b> [[μέρος]] του σώματος ανθρώπου ή ζώου, σε Όμηρ. κ.λπ.· μελέων [[ἔντοσθε]], στο εσωτερικό του σώματός μου, σε Αισχύλ.· <i>κατὰμέλεα</i>, [[κομμάτι]]-[[κομμάτι]], όπως το [[μελεϊστί]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[τραγούδι]], [[μελωδία]], [[μουσικός]] [[τόνος]], σε Ομηρ. Ύμν. κ.λπ.· [[ιδίως]], λέγεται για τη λυρική [[ποίηση]], <i>ἐν μέλεϊ ποιέειν</i>, [[συνθέτω]] σε λυρικό μουσικό [[ιδίωμα]], σε Ηρόδ.· [[μέλη]], <i>τά</i>, λυρική [[ποίηση]], χορικά (χορωδιακά) τραγούδια, σε αντίθ. προς τα διαλογικά μέρη, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> το μουσικό ύφος προς το οποίο είναι προσαρμοσμένο ένα [[τραγούδι]], [[μουσικός]] [[τόνος]], στον ίδ.· ἐν [[μέλει]], σύμφωνα με τον μουσικό τόνο, στον ίδ.· παρὰ [[μέλος]], [[εκτός]] μουσικού τόνου, παράφωνα, στον ίδ.
|lsmtext='''μέλος:''' -εος, τό,<br /><b class="num">I.</b> [[μέρος]] του σώματος ανθρώπου ή ζώου, σε Όμηρ. κ.λπ.· μελέων [[ἔντοσθε]], στο εσωτερικό του σώματός μου, σε Αισχύλ.· <i>κατὰμέλεα</i>, [[κομμάτι]]-[[κομμάτι]], όπως το [[μελεϊστί]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[τραγούδι]], [[μελωδία]], [[μουσικός]] [[τόνος]], σε Ομηρ. Ύμν. κ.λπ.· [[ιδίως]], λέγεται για τη λυρική [[ποίηση]], <i>ἐν μέλεϊ ποιέειν</i>, [[συνθέτω]] σε λυρικό μουσικό [[ιδίωμα]], σε Ηρόδ.· [[μέλη]], <i>τά</i>, λυρική [[ποίηση]], χορικά (χορωδιακά) τραγούδια, σε αντίθ. προς τα διαλογικά μέρη, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> το μουσικό ύφος προς το οποίο είναι προσαρμοσμένο ένα [[τραγούδι]], [[μουσικός]] [[τόνος]], στον ίδ.· ἐν [[μέλει]], σύμφωνα με τον μουσικό τόνο, στον ίδ.· παρὰ [[μέλος]], [[εκτός]] μουσικού τόνου, παράφωνα, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''μέλος:''' εος τό преимущ. pl. член, часть тела (τοῦ ζῴου μέρη καὶ [[μέλη]] Plat.; ἐν ἑνὶ σώματι [[μέλη]] [[πολλά]] NT): κατὰ μέλεα Her. на (отдельные) члены; ἀσθενῶ [[μέλη]] Eur. я ослабел телом.<br />εος τό<br /><b class="num">1)</b> [[песня]], [[поэма]], [[лирическое произведение]] ([[καλλίνικον]] Pind.; τὸ μ. ἐκ τριῶν ἐστι συγκείμενον λόγου τε καὶ ἁρμονίας καὶ ῥυθμοῦ Plat.): ἐν μέλεϊ ποιέειν τι Her. воспеть что-л.; τὰ [[μέλη]] Plat. лирическая поэзия;<br /><b class="num">2)</b> [[напев]], [[мелодия]]: ἐν [[μέλει]] Plat. в лад, стройно; παρὰ μ. Plat., Arst. нестройно, перен. невпопад, некстати.
}}
}}
{{etym
{{etym