Anonymous

μεμψίμοιρος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui se plaint de son sort.<br />'''Étymologie:''' [[μέμφομαι]], [[μοῖρα]].
|btext=ος, ον :<br />qui se plaint de son sort.<br />'''Étymologie:''' [[μέμφομαι]], [[μοῖρα]].
}}
{{elru
|elrutext='''μεμψίμοιρος:''' (ψῐ) жалующийся на свою судьбу, недовольный Isocr., Arst., Luc., NT.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεμψίμοιρος:''' -ον ([[μοῖρα]]), αυτός που παραπονιέται για τη [[μοίρα]] του, που δεν είναι ικανοποιημένος με [[τίποτε]], [[παραπονιάρης]], σε Ισοκρ., Λουκ.
|lsmtext='''μεμψίμοιρος:''' -ον ([[μοῖρα]]), αυτός που παραπονιέται για τη [[μοίρα]] του, που δεν είναι ικανοποιημένος με [[τίποτε]], [[παραπονιάρης]], σε Ισοκρ., Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''μεμψίμοιρος:''' (ψῐ) жалующийся на свою судьбу, недовольный Isocr., Arst., Luc., NT.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj