Anonymous

μελεδαίνω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>1</b> s'inquiéter, se préoccuper : τινός, de qch ; τινά, de qqn;<br /><b>2</b> prendre soin de, soigner : τινά, qqn.<br />'''Étymologie:''' μελέδη.
|btext=<b>1</b> s'inquiéter, se préoccuper : τινός, de qch ; τινά, de qqn;<br /><b>2</b> prendre soin de, soigner : τινά, qqn.<br />'''Étymologie:''' μελέδη.
}}
{{elru
|elrutext='''μελεδαίνω:''' [[ухаживать]], [[окружать заботами]] (τοὺς νοσέοντας Her.): οὐ μ. τινά (τι) Theocr. не обращать внимания на кого(что)-л.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μελεδαίνω:''' ([[μέλω]]),·<br /><b class="num">1.</b> [[φροντίζω]] για [[κάτι]], κάποιον, [[προβληματίζομαι]] για κάποιο [[ζήτημα]], με γεν., σε Θέογν., Θεόκρ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[περιποιούμαι]], [[ασχολούμαι]], σε Ηρόδ., Θεόκρ.<br /><b class="num">3.</b> με απαρ., <i>γῆμαι οὐ μελεδαίνει</i>, δεν ενδιαφέρεται να παντρευτεί, σε Θέογν.
|lsmtext='''μελεδαίνω:''' ([[μέλω]]),·<br /><b class="num">1.</b> [[φροντίζω]] για [[κάτι]], κάποιον, [[προβληματίζομαι]] για κάποιο [[ζήτημα]], με γεν., σε Θέογν., Θεόκρ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[περιποιούμαι]], [[ασχολούμαι]], σε Ηρόδ., Θεόκρ.<br /><b class="num">3.</b> με απαρ., <i>γῆμαι οὐ μελεδαίνει</i>, δεν ενδιαφέρεται να παντρευτεί, σε Θέογν.
}}
{{elru
|elrutext='''μελεδαίνω:''' [[ухаживать]], [[окружать заботами]] (τοὺς νοσέοντας Her.): οὐ μ. τινά (τι) Theocr. не обращать внимания на кого(что)-л.
}}
}}
{{etym
{{etym