Anonymous

μελλόνυμφος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> nubile;<br /><b>2</b> qui est sur le point de se marier, fiancé, fiancée.<br />'''Étymologie:''' [[μέλλω]], [[νύμφη]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> nubile;<br /><b>2</b> qui est sur le point de se marier, fiancé, fiancée.<br />'''Étymologie:''' [[μέλλω]], [[νύμφη]].
}}
{{elru
|elrutext='''μελλόνυμφος:''' Soph. = [[μελλόγαμος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μελλόνυμφος:''' -ον ([[νύμφη]]), λέγεται για νεαρές γυναίκες, αυτή που πρόκειται [[σύντομα]] να μνηστευθεί ή να παντρευτεί, Λατ. [[nubilis]], σε Σοφ.· στον Σοφ. (Τραχ. στ. 207), ἀνολολύξατε ὁ [[μελλόνυμφος]], ὁ [[μελλόνυμφος]] (ενν. <i>χόρος</i>) πρέπει να εκληφθεί ως περιληπτικό αντί <i>αἱ μελλόνυμφοι</i>, τα κορίτσια του σπιτιού που είναι σε [[ηλικία]] γάμου.
|lsmtext='''μελλόνυμφος:''' -ον ([[νύμφη]]), λέγεται για νεαρές γυναίκες, αυτή που πρόκειται [[σύντομα]] να μνηστευθεί ή να παντρευτεί, Λατ. [[nubilis]], σε Σοφ.· στον Σοφ. (Τραχ. στ. 207), ἀνολολύξατε ὁ [[μελλόνυμφος]], ὁ [[μελλόνυμφος]] (ενν. <i>χόρος</i>) πρέπει να εκληφθεί ως περιληπτικό αντί <i>αἱ μελλόνυμφοι</i>, τα κορίτσια του σπιτιού που είναι σε [[ηλικία]] γάμου.
}}
{{elru
|elrutext='''μελλόνυμφος:''' Soph. = [[μελλόγαμος]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj