Anonymous

νέκταρ: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  3 October 2022
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=αρος (τό) :<br />nectar, <i>boisson des dieux</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG pas d'étym. établie.
|btext=αρος (τό) :<br />nectar, <i>boisson des dieux</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG pas d'étym. établie.
}}
{{elru
|elrutext='''νέκταρ:''' ᾰρος τό нектар, напиток богов (ἀμβροσιη καὶ ν. Hom.; μεθυσθεὶς τοῦ νέκταρος Plat.): μελισσᾶν ν. Eur. пчелиный нектар, т. е. мед.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νέκτᾰρ:''' -ᾰρος, τό,<br /><b class="num">I.</b> [[νέκταρ]], το ποτό των θεών, όπως η [[αμβροσία]] ήταν το [[φαγητό]] τους, σε Όμηρ. κ.λπ.· προσφερόταν όπως το [[κρασί]] από την Ήβη και αναμειγνυόταν με [[νερό]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., [[νέκταρ]] μελισσᾶν, δηλ. [[μέλι]], σε Ευρ.· χρησιμ. για να δηλώσει το αρωματικό [[μύρο]], σε Ανθ.· ο Πίνδ. καλεί την ωδή του [[νέκταρ]] χυτόν.
|lsmtext='''νέκτᾰρ:''' -ᾰρος, τό,<br /><b class="num">I.</b> [[νέκταρ]], το ποτό των θεών, όπως η [[αμβροσία]] ήταν το [[φαγητό]] τους, σε Όμηρ. κ.λπ.· προσφερόταν όπως το [[κρασί]] από την Ήβη και αναμειγνυόταν με [[νερό]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., [[νέκταρ]] μελισσᾶν, δηλ. [[μέλι]], σε Ευρ.· χρησιμ. για να δηλώσει το αρωματικό [[μύρο]], σε Ανθ.· ο Πίνδ. καλεί την ωδή του [[νέκταρ]] χυτόν.
}}
{{elru
|elrutext='''νέκταρ:''' ᾰρος τό нектар, напиток богов (ἀμβροσιη καὶ ν. Hom.; μεθυσθεὶς τοῦ νέκταρος Plat.): μελισσᾶν ν. Eur. пчелиный нектар, т. е. мед.
}}
}}
{{etym
{{etym