Anonymous

μύω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  3 October 2022
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>pf. part.</i> μεμυκώς;<br /><b>1</b> se fermer, être ferme, clos;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> se tenir la bouche close <i>ou</i> les yeux fermés, <i>càd</i> être silencieux.<br />'''Étymologie:''' R. Μυ, mouvoir ; v. [[ἀμείβω]] ; cf. <i>lat.</i> moveo.
|btext=<i>pf. part.</i> μεμυκώς;<br /><b>1</b> se fermer, être ferme, clos;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> se tenir la bouche close <i>ou</i> les yeux fermés, <i>càd</i> être silencieux.<br />'''Étymologie:''' R. Μυ, mouvoir ; v. [[ἀμείβω]] ; cf. <i>lat.</i> moveo.
}}
{{elru
|elrutext='''μύω:''' (ῡ и ῠ)<br /><b class="num">1)</b> [[закрываться]], [[смыкаться]] (οὐ γάρ πω μύσαν [[ὄσσε]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[закрывать]], [[смежать]] (μεμυκὼς χείλεα σιγῇ, [[ὕπνος]] ἔμυσε κόρας Anth.);<br /><b class="num">3)</b> [[закрывать глаза]]: μύσαντες δ᾽ εἴχομεν νόσον Soph. мы, закрыв глаза, перенесли (это) бедствие;<br /><b class="num">4)</b> [[униматься]], [[утихать]], [[переставать]]: ἀῆται μεμυκότες Anth. безветрие, штиль.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, αόρ. αʹ <i>ἔμυσα</i>, Επικ. γʹ πληθ. <i>μύσαν</i>, παρακ. <i>μέμῡκα</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> αμτβ., [[κλείνω]], είμαι [[κλειστός]], λέγεται για μάτια, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.· ομοίως, <i>χείλεα μεμυκώς</i>, έχοντας τα χείλη του [[κλειστά]], σε Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, <i>μύσας</i>, με τα μάτια του [[κλειστά]], σε Σοφ., Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., κάνω μια [[ανάπαυλα]] για [[ξεκούραση]], [[κοπάζω]], κάνω [[διάλειμμα]], στη δουλειά, σε Σοφ.· λέγεται για καταιγίδες, σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ., [[κλείνω]], [[διακόπτω]], στο ίδ.
|lsmtext='''μύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, αόρ. αʹ <i>ἔμυσα</i>, Επικ. γʹ πληθ. <i>μύσαν</i>, παρακ. <i>μέμῡκα</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> αμτβ., [[κλείνω]], είμαι [[κλειστός]], λέγεται για μάτια, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.· ομοίως, <i>χείλεα μεμυκώς</i>, έχοντας τα χείλη του [[κλειστά]], σε Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, <i>μύσας</i>, με τα μάτια του [[κλειστά]], σε Σοφ., Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., κάνω μια [[ανάπαυλα]] για [[ξεκούραση]], [[κοπάζω]], κάνω [[διάλειμμα]], στη δουλειά, σε Σοφ.· λέγεται για καταιγίδες, σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ., [[κλείνω]], [[διακόπτω]], στο ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''μύω:''' (ῡ и ῠ)<br /><b class="num">1)</b> [[закрываться]], [[смыкаться]] (οὐ γάρ πω μύσαν [[ὄσσε]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[закрывать]], [[смежать]] (μεμυκὼς χείλεα σιγῇ, [[ὕπνος]] ἔμυσε κόρας Anth.);<br /><b class="num">3)</b> [[закрывать глаза]]: μύσαντες δ᾽ εἴχομεν νόσον Soph. мы, закрыв глаза, перенесли (это) бедствие;<br /><b class="num">4)</b> [[униматься]], [[утихать]], [[переставать]]: ἀῆται μεμυκότες Anth. безветрие, штиль.
}}
}}
{{etym
{{etym