Anonymous

νυκτάλωψ: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - " :" to ":")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=nukta/lwy
|Beta Code=nukta/lwy
|Definition=ωπος, ὁ, ἡ, ([[νύξ]], [[ὤψ]])<br><span class="bld">A</span> = ὁ τῆς νυκτὸς [[ὁρῶν]], i.e. [[suffering from day-blindness]], Id.Prorrh.2.33, cf. Gal.19.435, 14.776; ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ [[ὀξυδερκής]] Prov. ap. Jo. Sic.in Rh.6.293 W.; but also,<br><span class="bld">2</span> = ὁ τῆς νυκτὸς [[ἀλαός]], [[night-blind]], Gal.19.124, cf. Plin.HN8.203, Aët.7.48, etc.<br><span class="bld">3</span> ν. [[ubi]] [[homo]] [[neque]] [[matutino]] [[tempore]] videt [[neque]] [[vespertino]], Ulp. in Dig.20.1.10.4.<br><span class="bld">II</span> as [[substantive]], [[incapacity to see except in bright light]], [[night-blindness]], Hp.Epid.6.7.1, Arist.GA780a16 (pl.), Gal.10.84, Id. ap. Orib.Syn.8.48.1.<br><span class="bld">2</span> [[day-blindness]], Dem.Ophth. ap. Simon.Jan. [[sub verbo|s.v.]] [[nictilopa]].
|Definition=ωπος, ὁ, ἡ, ([[νύξ]], [[ὤψ]])<br><span class="bld">A</span> = ὁ τῆς νυκτὸς [[ὁρῶν]], i.e. [[suffering from day-blindness]], Id.Prorrh.2.33, cf. Gal.19.435, 14.776; ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ [[ὀξυδερκής]] Prov. ap. Jo. Sic.in Rh.6.293 W.; but also,<br><span class="bld">2</span> = ὁ τῆς νυκτὸς [[ἀλαός]], [[night-blind]], Gal.19.124, cf. Plin.HN8.203, Aët.7.48, etc.<br><span class="bld">3</span> ν. [[ubi]] [[homo]] [[neque]] [[matutino]] [[tempore]] videt [[neque]] [[vespertino]], Ulp. in Dig.20.1.10.4.<br><span class="bld">II</span> as [[substantive]], [[incapacity to see except in bright light]], [[night-blindness]], Hp.Epid.6.7.1, Arist.GA780a16 (pl.), Gal.10.84, Id. ap. Orib.Syn.8.48.1.<br><span class="bld">2</span> [[day-blindness]], Dem.Ophth. ap. Simon.Jan. [[sub verbo|s.v.]] [[nictilopa]].
}}
{{elru
|elrutext='''νυκτάλωψ:''' ωπος ἡ (sc. [[νόσος]]) никталопия (болезнь глаз, при которой ночное зрение лучше дневного) Arst.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 15: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νυκτάλωψ]], -ωπος, ὁ και ἡ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που λόγω παθήσεως τών οφθαλμών βλέπει [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της νύχτας και όχι [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της ημέρας<br /><b>2.</b> αυτός που αδυνατεί να δει [[κατά]] τη [[νύχτα]]<br /><b>3.</b> αυτός που δεν βλέπει [[ούτε]] τη [[νύχτα]] [[ούτε]] την [[ημέρα]]<br /><b>4.</b> <b>ως ουσ.</b> α) [[πάθηση]] [[κατά]] την οποία εξασθενεί η όραση του ασθενούς [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της νύχτας, [[νυκταλωπίασις]]. β) [[πάθηση]] [[κατά]] την οποία ο [[ασθενής]] βλέπει καλύτερα τη [[νύχτα]] [[παρά]] την [[ημέρα]], [[νυκταλωπία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[νυκτάλωψ]] εμφανίζει δύο βασικές αντιφατικές σημασίες: α) «αυτός που βλέπει [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της νύχτας και όχι [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της ημέρας» και β) «αυτός που αδυνατεί να δει [[κατά]] τη [[νύχτα]]». Με την πρώτη σημ., η λ. θεωρείται συνθ. από το θ. <i>νυκτ</i>- του <i>νύξ</i>, <i>νυκτός</i> και τη λ. <i>ὤψ</i>, <i>ὠπός</i>- «όψη» (<b>πρβλ.</b> [[ὄπωπα]]), ενώ το πρόσθετο -<i>λ</i>- ερμηνεύεται ως [[επίδραση]] τών [[αἱμάλωψ]], [[θυμάλωψ]]. Κατά την [[ίδια]] [[άποψη]], αρχική και αυθεντική σημ. της λ. [[είναι]] «αυτός που βλέπει τη [[νύχτα]]». Με τη δεύτερη σημ., η λ. θεωρήθηκε ότι προήλθε με ανομοίωοη από αμάρτυρο τ. <i>νυκτ</i>-<i>αν</i>-<i>ωψ</i> «αυτός που δεν βλέπει τη [[νύχτα]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>νύξ</i>, <i>νυκτός</i> <span style="color: red;">+</span> στερητ. [[μόριο]] <i>α</i>(<i>ν</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ὤψ</i>, <i>ὠπός</i> «όψη»). Η τελευταία [[άποψη]] απορρίπτεται από εκείνους που θεωρούν αρχική σημ. της λ. την πρώτη «αυτός που βλέπει τη [[νύχτα]]». Παρ' όλα αυτά, δεν έχει εξακριβωθεί με [[βεβαιότητα]] ποια από τις δύο σημ. [[είναι]] η αρχαιότερη και δεν αποκλείεται και η σημ. «αυτός που δεν βλέπει τη [[νύχτα]]» να [[είναι]] [[εξίσου]] αρχαία. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική με τη [[μορφή]] <i>nyctal</i><i>ō</i><i>ps</i>].
|mltxt=[[νυκτάλωψ]], -ωπος, ὁ και ἡ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που λόγω παθήσεως τών οφθαλμών βλέπει [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της νύχτας και όχι [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της ημέρας<br /><b>2.</b> αυτός που αδυνατεί να δει [[κατά]] τη [[νύχτα]]<br /><b>3.</b> αυτός που δεν βλέπει [[ούτε]] τη [[νύχτα]] [[ούτε]] την [[ημέρα]]<br /><b>4.</b> <b>ως ουσ.</b> α) [[πάθηση]] [[κατά]] την οποία εξασθενεί η όραση του ασθενούς [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της νύχτας, [[νυκταλωπίασις]]. β) [[πάθηση]] [[κατά]] την οποία ο [[ασθενής]] βλέπει καλύτερα τη [[νύχτα]] [[παρά]] την [[ημέρα]], [[νυκταλωπία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[νυκτάλωψ]] εμφανίζει δύο βασικές αντιφατικές σημασίες: α) «αυτός που βλέπει [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της νύχτας και όχι [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της ημέρας» και β) «αυτός που αδυνατεί να δει [[κατά]] τη [[νύχτα]]». Με την πρώτη σημ., η λ. θεωρείται συνθ. από το θ. <i>νυκτ</i>- του <i>νύξ</i>, <i>νυκτός</i> και τη λ. <i>ὤψ</i>, <i>ὠπός</i>- «όψη» (<b>πρβλ.</b> [[ὄπωπα]]), ενώ το πρόσθετο -<i>λ</i>- ερμηνεύεται ως [[επίδραση]] τών [[αἱμάλωψ]], [[θυμάλωψ]]. Κατά την [[ίδια]] [[άποψη]], αρχική και αυθεντική σημ. της λ. [[είναι]] «αυτός που βλέπει τη [[νύχτα]]». Με τη δεύτερη σημ., η λ. θεωρήθηκε ότι προήλθε με ανομοίωοη από αμάρτυρο τ. <i>νυκτ</i>-<i>αν</i>-<i>ωψ</i> «αυτός που δεν βλέπει τη [[νύχτα]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>νύξ</i>, <i>νυκτός</i> <span style="color: red;">+</span> στερητ. [[μόριο]] <i>α</i>(<i>ν</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ὤψ</i>, <i>ὠπός</i> «όψη»). Η τελευταία [[άποψη]] απορρίπτεται από εκείνους που θεωρούν αρχική σημ. της λ. την πρώτη «αυτός που βλέπει τη [[νύχτα]]». Παρ' όλα αυτά, δεν έχει εξακριβωθεί με [[βεβαιότητα]] ποια από τις δύο σημ. [[είναι]] η αρχαιότερη και δεν αποκλείεται και η σημ. «αυτός που δεν βλέπει τη [[νύχτα]]» να [[είναι]] [[εξίσου]] αρχαία. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική με τη [[μορφή]] <i>nyctal</i><i>ō</i><i>ps</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''νυκτάλωψ:''' ωπος ἡ (sc. [[νόσος]]) никталопия (болезнь глаз, при которой ночное зрение лучше дневного) Arst.
}}
}}
{{etym
{{etym