Anonymous

οἶμα: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  3 October 2022
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />élan impétueux.<br />'''Étymologie:''' cf. [[οἴμη]].
|btext=ατος (τό) :<br />élan impétueux.<br />'''Étymologie:''' cf. [[οἴμη]].
}}
{{elru
|elrutext='''οἶμα:''' ατος τό стремительность, натиск (λέοντος, αἰετοῦ Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''οἶμα:''' -ατος, τό, = [[ὅρμημα]], Λατ. [[impetus]], [[οἶμα]] λέοντος ἔχων, με [[ορμή]] λιονταριού, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>αἰετοῦ οἴματ' ἔχων</i>, με την [[αρπακτικότητα]], [[ορμή]] του αετού, στο ίδ.
|lsmtext='''οἶμα:''' -ατος, τό, = [[ὅρμημα]], Λατ. [[impetus]], [[οἶμα]] λέοντος ἔχων, με [[ορμή]] λιονταριού, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>αἰετοῦ οἴματ' ἔχων</i>, με την [[αρπακτικότητα]], [[ορμή]] του αετού, στο ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''οἶμα:''' ατος τό стремительность, натиск (λέοντος, αἰετοῦ Hom.).
}}
}}
{{etym
{{etym