Anonymous

πίτνω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  3 October 2022
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>seul. prés. et impf.</i> ἔπιτνον;<br /><i>c.</i> [[πίπτω]].
|btext=<i>seul. prés. et impf.</i> ἔπιτνον;<br /><i>c.</i> [[πίπτω]].
}}
{{elru
|elrutext='''πίτνω:'''<br /><b class="num">I</b> (только impf.) Hes. = [[πετάννυμι]].<br /><b class="num">II</b> (только praes. и impf.) Pind., Trag. = [[πίπτω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πίτνω:''' = <i>πεττάννυμι</i>, σε Ησίοδ.<br /><b class="num">• [[πίτνω]]:</b> ποιητ. [[τύπος]] του [[πίπτω]], χρησιμοποιείται από Πίνδ. και Τραγ., όταν η παραλήγουσα χρειάζεται να είναι βραχεία· πρβλ. [[ἴσχω]], [[μίμνω]] αντί για [[ἔχω]], [[μένω]].
|lsmtext='''πίτνω:''' = <i>πεττάννυμι</i>, σε Ησίοδ.<br /><b class="num">• [[πίτνω]]:</b> ποιητ. [[τύπος]] του [[πίπτω]], χρησιμοποιείται από Πίνδ. και Τραγ., όταν η παραλήγουσα χρειάζεται να είναι βραχεία· πρβλ. [[ἴσχω]], [[μίμνω]] αντί για [[ἔχω]], [[μένω]].
}}
{{elru
|elrutext='''πίτνω:'''<br /><b class="num">I</b> (только impf.) Hes. = [[πετάννυμι]].<br /><b class="num">II</b> (только praes. и impf.) Pind., Trag. = [[πίπτω]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt== [[πετάννυμι]], Hes.]
|mdlsjtxt== [[πετάννυμι]], Hes.]
}}
}}