Anonymous

σκληρία: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />dureté.<br />'''Étymologie:''' [[σκληρός]].
|btext=ας (ἡ) :<br />dureté.<br />'''Étymologie:''' [[σκληρός]].
}}
{{elru
|elrutext='''σκληρία:''' ἡ досл. жесткость, твердость, перен. суровость (ἡ [[τυφώνιος]] σ. Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΑ [[σκληρός]]<br /><b>1.</b> η [[ιδιότητα]] του σκληρού, η [[σκληρότητα]]<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> [[κάθε]] [[σκλήρυνση]] ιστού ή οργάνου η οποία γίνεται αντιληπτή με ψηλάφιση, [[σκλήρωμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[ιδίως]] για το [[σώμα]]) [[σκληράδα]], [[ανθεκτικότητα]], [[δύναμη]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[αναλγησία]], [[απονιά]]<br />β) [[ισχυρογνωμοσύνη]].
|mltxt=η, ΝΑ [[σκληρός]]<br /><b>1.</b> η [[ιδιότητα]] του σκληρού, η [[σκληρότητα]]<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> [[κάθε]] [[σκλήρυνση]] ιστού ή οργάνου η οποία γίνεται αντιληπτή με ψηλάφιση, [[σκλήρωμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[ιδίως]] για το [[σώμα]]) [[σκληράδα]], [[ανθεκτικότητα]], [[δύναμη]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[αναλγησία]], [[απονιά]]<br />β) [[ισχυρογνωμοσύνη]].
}}
{{elru
|elrutext='''σκληρία:''' ἡ досл. жесткость, твердость, перен. суровость (ἡ [[τυφώνιος]] σ. Plut.).
}}
}}