Anonymous

συμπληρωτικός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />propre à remplir, achever <i>ou</i> compléter.<br />'''Étymologie:''' [[συμπληρόω]].
|btext=ή, όν :<br />propre à remplir, achever <i>ou</i> compléter.<br />'''Étymologie:''' [[συμπληρόω]].
}}
{{elru
|elrutext='''συμπληρωτικός:''' [[выполняющий]], [[довершающий]], [[доводящий до конца]] (τινος Plut. Epicur. ap. Diog. L., Sext.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[συμπληρωτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[συμπληρῶ]]<br />[[κατάλληλος]] για [[συμπλήρωση]], για [[ολοκλήρωση]], [[συμπληρωματικός]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αποτελεί ουσιώδες [[μέρος]], απαραίτητο [[στοιχείο]] («μὴ δύνασθαί τινος τῶν συμπληρωτικῶν τῆς φύσεως λείποντος [[ἄνθρωπος]] λέγεσθαι», Γρηγ. Νύσσ.)<br /><b>2.</b> ο αλληλοσυμπληρούμενος με κάποιον [[άλλο]] («κοινωνοῦντα τοῦ [[εἶναι]], οὐχ ὡς συμπληρωτικὰ τῆς [[ἀλλήλων]] οὐσίας», <b>Λεόντ. Βυζ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που προκαλεί [[συμφόρηση]] («συμπληρωτικὸν τὸ [[καστόριον]]», Σωρ.). Επίρ. <i>συμπληρωτικῶς</i> Α<br />με τρόπο συμπληρωτικό, [[έτσι]] που να ολοκληρώνεται [[κάτι]].
|mltxt=-ή, -ό / [[συμπληρωτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[συμπληρῶ]]<br />[[κατάλληλος]] για [[συμπλήρωση]], για [[ολοκλήρωση]], [[συμπληρωματικός]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αποτελεί ουσιώδες [[μέρος]], απαραίτητο [[στοιχείο]] («μὴ δύνασθαί τινος τῶν συμπληρωτικῶν τῆς φύσεως λείποντος [[ἄνθρωπος]] λέγεσθαι», Γρηγ. Νύσσ.)<br /><b>2.</b> ο αλληλοσυμπληρούμενος με κάποιον [[άλλο]] («κοινωνοῦντα τοῦ [[εἶναι]], οὐχ ὡς συμπληρωτικὰ τῆς [[ἀλλήλων]] οὐσίας», <b>Λεόντ. Βυζ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που προκαλεί [[συμφόρηση]] («συμπληρωτικὸν τὸ [[καστόριον]]», Σωρ.). Επίρ. <i>συμπληρωτικῶς</i> Α<br />με τρόπο συμπληρωτικό, [[έτσι]] που να ολοκληρώνεται [[κάτι]].
}}
{{elru
|elrutext='''συμπληρωτικός:''' [[выполняющий]], [[довершающий]], [[доводящий до конца]] (τινος Plut. Epicur. ap. Diog. L., Sext.).
}}
}}