Anonymous

τάχος: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  3 October 2022
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br />vitesse, rapidité, promptitude ; [[ὡς]] τάχεος εἶχεν [[ἕκαστος]] HDT aussi vite que chacun le pouvait, chacun de toute sa vitesse ; [[ὡς]] [[εἶχον]] τάχους THC aussi vite qu’ils purent <i>litt.</i> autant que chacun avait, qu’ils avaient de vitesse ; <i>adv.</i> • [[τάχος]] ESCHL en hâte ; <i>avec une prép.</i> : διὰ τάχους THC, διὰ τάχεος <i>(ion.)</i>, ἀπὸ τάχους XÉN, [[ἐν]] [[τάχει]] ESCHL, [[εἰς]] [[τάχος]] XÉN, κατὰ [[τάχος]] HDT, σὺν [[τάχει]] SOPH vite, promptement, rapidement ; ὅ [[τι]] [[τάχος]] HDT, [[ὅσον]] [[τάχος]] SOPH, ᾗ [[τάχος]] PLUT au plus vite, aussi vite que possible, le plus promptement possible.<br />'''Étymologie:''' [[ταχύς]].
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br />vitesse, rapidité, promptitude ; [[ὡς]] τάχεος εἶχεν [[ἕκαστος]] HDT aussi vite que chacun le pouvait, chacun de toute sa vitesse ; [[ὡς]] [[εἶχον]] τάχους THC aussi vite qu’ils purent <i>litt.</i> autant que chacun avait, qu’ils avaient de vitesse ; <i>adv.</i> • [[τάχος]] ESCHL en hâte ; <i>avec une prép.</i> : διὰ τάχους THC, διὰ τάχεος <i>(ion.)</i>, ἀπὸ τάχους XÉN, [[ἐν]] [[τάχει]] ESCHL, [[εἰς]] [[τάχος]] XÉN, κατὰ [[τάχος]] HDT, σὺν [[τάχει]] SOPH vite, promptement, rapidement ; ὅ [[τι]] [[τάχος]] HDT, [[ὅσον]] [[τάχος]] SOPH, ᾗ [[τάχος]] PLUT au plus vite, aussi vite que possible, le plus promptement possible.<br />'''Étymologie:''' [[ταχύς]].
}}
{{elru
|elrutext='''τάχος:''' <b class="num">II</b> (ᾰ) adv. быстро, поспешно Aesch., Eur.<br />εος (ᾰ) τό скорость, быстрота (τ. καὶ [[βραδύτης]] Plat.): ὡς [[εἶχον]] τάχους Thuc. со всей доступной им поспешностью; διὰ, ἀπὸ и μετὰ τάχους Thuc., Xen., Plat., ἐν и σὺν [[τάχει]] Pind., Aesch., Soph., Thuc. или εἰς и κατὰ τ. Her., Thuc., Xen. быстро, скоро, поспешно; ὅ τι τ., [[ὅσον]] τ. и ᾗ (дор. ᾇ) τ. Pind., Her., Soph., Eur., Plut. со всей возможной скоростью.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 36: Line 39:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τάχος:''' -εος, τό (τᾰχύς)·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[γρηγοράδα]], [[ταχύτητα]], σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[τάχος]] φρενῶν, γρήγορη [[έξαψη]] θυμού, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> το [[τάχος]] [[συχνά]] χρησιμοποιειται σε επιρρ. φράσεις αντί [[ταχέως]], απόλ. με αιτ., σε Αισχύλ. κ.λπ.· με προθέσεις, <i>ἀπὸ τάχους</i>, σε Ξεν.· <i>διὰ τάχους</i>, σε Σοφ. κ.λπ.· ἐν [[τάχει]], σε Αισχύλ. κ.λπ.· εἰς [[τάχος]], σε Ξεν. κ.λπ.· κατὰ [[τάχος]], σε Ηρόδ., Θουκ.· μετὰ τάχους, σε Πλάτ.· σὺν [[τάχει]], σε Σοφ.· επίσης, με επιτατικές αναφορικές λέξεις, ὡς [[τάχος]], όπως το ὡς [[τάχιστα]], σε Ηρόδ., Αισχύλ.· ομοίως, [[ὅτι]] [[τάχος]], σε Ηρόδ., Σοφ.· [[ὅσον]] [[τάχος]], σε Σοφ.· επίσης, ὡς τάχεος εἶχεν [[ἕκαστος]], όσο [[γρήγορα]] μπορούσε ο [[καθένας]], σε Ηρόδ.· ὡς [[εἶχον]] τάχους, σε Θουκ.
|lsmtext='''τάχος:''' -εος, τό (τᾰχύς)·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[γρηγοράδα]], [[ταχύτητα]], σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[τάχος]] φρενῶν, γρήγορη [[έξαψη]] θυμού, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> το [[τάχος]] [[συχνά]] χρησιμοποιειται σε επιρρ. φράσεις αντί [[ταχέως]], απόλ. με αιτ., σε Αισχύλ. κ.λπ.· με προθέσεις, <i>ἀπὸ τάχους</i>, σε Ξεν.· <i>διὰ τάχους</i>, σε Σοφ. κ.λπ.· ἐν [[τάχει]], σε Αισχύλ. κ.λπ.· εἰς [[τάχος]], σε Ξεν. κ.λπ.· κατὰ [[τάχος]], σε Ηρόδ., Θουκ.· μετὰ τάχους, σε Πλάτ.· σὺν [[τάχει]], σε Σοφ.· επίσης, με επιτατικές αναφορικές λέξεις, ὡς [[τάχος]], όπως το ὡς [[τάχιστα]], σε Ηρόδ., Αισχύλ.· ομοίως, [[ὅτι]] [[τάχος]], σε Ηρόδ., Σοφ.· [[ὅσον]] [[τάχος]], σε Σοφ.· επίσης, ὡς τάχεος εἶχεν [[ἕκαστος]], όσο [[γρήγορα]] μπορούσε ο [[καθένας]], σε Ηρόδ.· ὡς [[εἶχον]] τάχους, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''τάχος:''' <b class="num">II</b> (ᾰ) adv. быстро, поспешно Aesch., Eur.<br />εος (ᾰ) τό скорость, быстрота (τ. καὶ [[βραδύτης]] Plat.): ὡς [[εἶχον]] τάχους Thuc. со всей доступной им поспешностью; διὰ, ἀπὸ и μετὰ τάχους Thuc., Xen., Plat., ἐν и σὺν [[τάχει]] Pind., Aesch., Soph., Thuc. или εἰς и κατὰ τ. Her., Thuc., Xen. быстро, скоро, поспешно; ὅ τι τ., [[ὅσον]] τ. и ᾗ (дор. ᾇ) τ. Pind., Her., Soph., Eur., Plut. со всей возможной скоростью.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj