Anonymous

τίσις: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  3 October 2022
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />paiement, <i>d'où</i> :<br /><b>1</b> châtiment, punition, vengeance : [[τίσιν]] δοῦναί τινος HDT être puni pour qqe faute ; [[τίσιν]] ἐκτίνειν HDT infliger un châtiment ; <i>au plur.</i> [[αἱ]] [[Τίσιες]] <i>(ion.)</i> HDT les Furies vengeresses;<br /><b>2</b> rémunération, récompense, présent en retour.<br />'''Étymologie:''' [[τίω]], [[τίνω]].
|btext=εως (ἡ) :<br />paiement, <i>d'où</i> :<br /><b>1</b> châtiment, punition, vengeance : [[τίσιν]] δοῦναί τινος HDT être puni pour qqe faute ; [[τίσιν]] ἐκτίνειν HDT infliger un châtiment ; <i>au plur.</i> [[αἱ]] [[Τίσιες]] <i>(ion.)</i> HDT les Furies vengeresses;<br /><b>2</b> rémunération, récompense, présent en retour.<br />'''Étymologie:''' [[τίω]], [[τίνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''τίσις:''' εως (τῐ) ἡ [[τίω]] воздаяние, возмездие, отмщение, кара Hom.: [[τίσιν]] δοῦναί τινος Her. нести наказание за что-л.; [[τίσιν]] ἐκτῖσαί τινι Her. поплатиться за кого-л.; μοιριδία τ. Soph. возмездие судьбы; ἡ τ. τε καὶ [[δίκη]] Plat. справедливое возмездие.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τίσις:''' [ῐ], -εως, ἡ ([[τίνω]])·<br /><b class="num">1.</b> [[απότιση]], [[ανταπόδοση]], [[εκδίκηση]], σε Όμηρ. κ.λπ.· [[τίσιν]] δοῦναί τινος, τιμωρούμαι για κάποια [[πράξη]], Λατ. poenas dare, σε Ηρόδ.· κασιγνήτου [[τίσις]], [[υπέρ]] [[αυτού]], σε Σοφ.· στον πληθ., Ὀροίτεα τίσιες [[μετῆλθον]] (όπου μπορεί να θεωρηθεί προσωποποιημένο, οι Εκδικήτριες, όπως οι <i>Ἐρινύες</i>), σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[δύναμη]] εκδίκησης ή ανταπόδοσης, με θετική και αρνητική [[σημασία]], σε Θέογν.
|lsmtext='''τίσις:''' [ῐ], -εως, ἡ ([[τίνω]])·<br /><b class="num">1.</b> [[απότιση]], [[ανταπόδοση]], [[εκδίκηση]], σε Όμηρ. κ.λπ.· [[τίσιν]] δοῦναί τινος, τιμωρούμαι για κάποια [[πράξη]], Λατ. poenas dare, σε Ηρόδ.· κασιγνήτου [[τίσις]], [[υπέρ]] [[αυτού]], σε Σοφ.· στον πληθ., Ὀροίτεα τίσιες [[μετῆλθον]] (όπου μπορεί να θεωρηθεί προσωποποιημένο, οι Εκδικήτριες, όπως οι <i>Ἐρινύες</i>), σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[δύναμη]] εκδίκησης ή ανταπόδοσης, με θετική και αρνητική [[σημασία]], σε Θέογν.
}}
{{elru
|elrutext='''τίσις:''' εως (τῐ) ἡ [[τίω]] воздаяние, возмездие, отмщение, кара Hom.: [[τίσιν]] δοῦναί τινος Her. нести наказание за что-л.; [[τίσιν]] ἐκτῖσαί τινι Her. поплатиться за кого-л.; μοιριδία τ. Soph. возмездие судьбы; ἡ τ. τε καὶ [[δίκη]] Plat. справедливое возмездие.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj