Anonymous

τεκνοποιέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />enfanter;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[τεκνοποιέομαι]], [[τεκνοποιοῦμαι]] engendrer, procréer.<br />'''Étymologie:''' [[τεκνοποιός]].
|btext=-ῶ :<br />enfanter;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[τεκνοποιέομαι]], [[τεκνοποιοῦμαι]] engendrer, procréer.<br />'''Étymologie:''' [[τεκνοποιός]].
}}
{{elru
|elrutext='''τεκνοποιέω:''' [[чаще]] med. рождать детей Xen., Arst., Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τεκνοποιέω:''' μέλ. <i>τεκνοποιήσω</i>, ([[τεκνοποιός]]), στην Ενεργ., λέγεται για [[γυναίκα]], [[γεννώ]] [[παιδιά]]· στη Μέσ., λέγεται για άνδρα, [[παράγω]] [[παιδιά]], σε Ξεν.· στη Μέσ. και για τους δυο γονείς, αναπαράγομαι, κάνω [[παιδιά]], στον ίδ.
|lsmtext='''τεκνοποιέω:''' μέλ. <i>τεκνοποιήσω</i>, ([[τεκνοποιός]]), στην Ενεργ., λέγεται για [[γυναίκα]], [[γεννώ]] [[παιδιά]]· στη Μέσ., λέγεται για άνδρα, [[παράγω]] [[παιδιά]], σε Ξεν.· στη Μέσ. και για τους δυο γονείς, αναπαράγομαι, κάνω [[παιδιά]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''τεκνοποιέω:''' [[чаще]] med. рождать детей Xen., Arst., Plut.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[τεκνοποιέω]], fut. -ήσω [[τεκνοποιός]]<br />in Act., of the [[woman]], to [[bear]] children, in Mid., of the man, to [[beget]] them, Xen.: in Mid. of [[both]] parents, to [[breed]] children, Xen.
|mdlsjtxt=[[τεκνοποιέω]], fut. -ήσω [[τεκνοποιός]]<br />in Act., of the [[woman]], to [[bear]] children, in Mid., of the man, to [[beget]] them, Xen.: in Mid. of [[both]] parents, to [[breed]] children, Xen.
}}
}}