Anonymous

τοκεύς: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  3 October 2022
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=έως (ὁ, ἡ)<br />celui qui engendre, le père ; ἡ [[τοκεύς]] ESCHL la mère ; <i>pl.</i> [[οἱ]] τοκεῖς <i>ou duel</i> τὼ τοκῆ les parents ; τοκῆε [[δύω]] OD <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[τίκτω]].
|btext=έως (ὁ, ἡ)<br />celui qui engendre, le père ; ἡ [[τοκεύς]] ESCHL la mère ; <i>pl.</i> [[οἱ]] τοκεῖς <i>ou duel</i> τὼ τοκῆ les parents ; τοκῆε [[δύω]] OD <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[τίκτω]].
}}
{{elru
|elrutext='''τοκεύς:''' έως ὁ и ἡ [[τίκτω]] родитель(ница), отец, мать Hes., Aesch.: οἱ τοκεῖς - эп. τοκῆες, dual. τοκῆε Hom., Her., Thuc., Xen. родители.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τοκεύς:''' -έως, ὁ ([[τίκτω]]), [[κάποιος]] που τεκνοποιεί, [[πατέρας]], σε Ησίοδ.· γενικά, [[γονέας]], σε Αισχύλ.· [[κυρίως]] στον πληθ., <i>τοκεῖς</i>, Επικ. <i>τοκῆες</i>, γονείς, σε Όμηρ., Ηρόδ., Τραγ. κ.λπ.· στον δυικ., τοκῆε [[δύω]], σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''τοκεύς:''' -έως, ὁ ([[τίκτω]]), [[κάποιος]] που τεκνοποιεί, [[πατέρας]], σε Ησίοδ.· γενικά, [[γονέας]], σε Αισχύλ.· [[κυρίως]] στον πληθ., <i>τοκεῖς</i>, Επικ. <i>τοκῆες</i>, γονείς, σε Όμηρ., Ηρόδ., Τραγ. κ.λπ.· στον δυικ., τοκῆε [[δύω]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''τοκεύς:''' έως ὁ и ἡ [[τίκτω]] родитель(ница), отец, мать Hes., Aesch.: οἱ τοκεῖς - эп. τοκῆες, dual. τοκῆε Hom., Her., Thuc., Xen. родители.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[τοκεύς]], έως, ὁ, [[τίκτω]]<br />one who begets, a [[father]], Hes.; [[generally]], a [[parent]], Aesch.:—[[mostly]], in plural τοκεῖς epic τοκῆες, parents, Hom., Hdt., Trag., etc.;—in dual, τοκῆε δύω Od.
|mdlsjtxt=[[τοκεύς]], έως, ὁ, [[τίκτω]]<br />one who begets, a [[father]], Hes.; [[generally]], a [[parent]], Aesch.:—[[mostly]], in plural τοκεῖς epic τοκῆες, parents, Hom., Hdt., Trag., etc.;—in dual, τοκῆε δύω Od.
}}
}}