3,274,754
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>f.</i> [[φείσομαι]], <i>ao.</i> [[ἐφεισάμην]], <i>pf.</i> πέφεισμαι;<br />épargner, ménager, <i>d'où</i><br /><b>I.</b> traiter avec ménagement : τινος qqn ; ἵππων IL ménager des chevaux ; Ἰλίου IL épargner Ilion ; [[οὐ]] φ. βίου SOPH, ψυχῆς DÉM ne pas ménager sa vie, la risquer hardiment <i>ou</i> la sacrifier ; être modéré, doux, clément ; τὸ φειδόμενον PLUT ménagement;<br /><b>II.</b> employer avec ménagement, user avec ménagement de, être économe <i>ou</i> avare de, ne pas vouloir donner, gén. ; <i>abs.</i> être ménager, économe;<br /><b>III.</b> s'abstenir de, <i>d'où</i><br /><b>1</b> éviter, gén.;<br /><b>2</b> se dispenser de, omettre de, s'épargner la peine de, inf.;<br /><b>3</b> se garder de, <i>avec</i> [[μή]] et l'inf..<br />'''Étymologie:''' R. Φιδ, ménager. | |btext=<i>f.</i> [[φείσομαι]], <i>ao.</i> [[ἐφεισάμην]], <i>pf.</i> πέφεισμαι;<br />épargner, ménager, <i>d'où</i><br /><b>I.</b> traiter avec ménagement : τινος qqn ; ἵππων IL ménager des chevaux ; Ἰλίου IL épargner Ilion ; [[οὐ]] φ. βίου SOPH, ψυχῆς DÉM ne pas ménager sa vie, la risquer hardiment <i>ou</i> la sacrifier ; être modéré, doux, clément ; τὸ φειδόμενον PLUT ménagement;<br /><b>II.</b> employer avec ménagement, user avec ménagement de, être économe <i>ou</i> avare de, ne pas vouloir donner, gén. ; <i>abs.</i> être ménager, économe;<br /><b>III.</b> s'abstenir de, <i>d'où</i><br /><b>1</b> éviter, gén.;<br /><b>2</b> se dispenser de, omettre de, s'épargner la peine de, inf.;<br /><b>3</b> se garder de, <i>avec</i> [[μή]] et l'inf..<br />'''Étymologie:''' R. Φιδ, ménager. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φείδομαι:''' (fut. [[φείσομαι]] - эп. [[πεφιδήσομαι|πεφῐδήσομαι]]; aor. 1 [[ἐφεισάμην]], эп. aor. 2 πεφῐδόμην, pf. [[πέφεισμαι]])<br /><b class="num">1)</b> [[щадить]]: φ. τινος Hom., Aesch., Soph., Her., Thuc. щадить кого(что)-л.; [[φείσασθαι]] καὶ ἐπικλασθῆναι τῇ γνώμῃ Thuc. сжалившись, дать пощаду;<br /><b class="num">2)</b> [[быть бережливым]]: μὴ [[φείδεο]] σίτου Hes. не жалей корма; [[μήτε]] χρημάτων φ. [[μήτε]] πόνων Plat. не жалеть ни средств, ни трудов; [[ἰδίᾳ]] τῶν ὄντων φ. Lys. быть бережливым в личной жизни; φειδόμενος ὡς οὐδεὶς [[ἀνήρ]] Arph. бережливый как никто; ἔπαινοι ἢ ψόγοι [[πάνυ]] πεφεισμένοι Luc. весьма скупые похвалы или порицания; φειδόμενον [[βλέμμα]] или φειδόμενα ὄμματα Anth. беглые взгляды; φειδομένῳ χείλει φιλεῖν Anth. целовать робко или украдкой;<br /><b class="num">3)</b> [[воздерживаться]], [[избегать]] (τινος Pind., Xen.): τοῦ λέγειν, ἃ μὴ [[σαφῶς]] εἰδείη, φ. [[δεῖ]] Xen. не следует говорить того, чего ты не знаешь достоверно; τὸ φειδόμενον, sc. ὀργῆς Plut. подавляя гнев; φειδόμενος τῆς τοῦ λόγου ἀμετρίας Plut. воздерживаясь от пространных речей; φείδου μηδὲν ὧν ἐπίστασαι Eur. пускай в ход все свои знания; μὴ φείδου, εἴ τι ἔχεις, διδάσκειν Xen. учи всему, чему можешь. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 36: | Line 39: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φείδομαι:''' ποιητ. γʹ πληθ. παρατ. <i>φείδοντο</i>· μέλ. [[φείσομαι]], Επικ. <i>πεφῐδήσομαι</i>, αόρ. αʹ [[ἐφεισάμην]], Επικ. γʹ ενικ. <i>φείσατο</i>· Επικ. αναδιπλ. αόρ. βʹ <i>πεφῐδόμην</i>, ευκτ. <i>πεφῐδοίμην</i>, απαρ. [[πεφιδέσθαι]]· αποθ., κάνω [[οικονομία]], Λατ. parcere.<br /><b class="num">I.</b>[[φείδομαι]] ανθρώπων και πραγμάτων στον πόλεμο, δηλ. δεν τους [[καταστρέφω]], με γεν., σε Όμηρ., Αττ.· απόλ., [[λυπάμαι]], ευσπλαχνίζομαι, είμαι [[ελεήμων]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II. 1.</b> κάνω [[οικονομία]] στη [[χρήση]], συγκρατούμαι στη [[χρήση]], [[χρησιμοποιώ]] με [[φειδώ]], <i>ἵππων φειδόμενος</i> δηλ. [[φροντίζω]] γι' αυτούς, σε Ομήρ. Ιλ.· μὴ [[φείδεο]] σίτου, σε Ησίοδ.· [[φείδεο]] [[τῶν]] [[νεῶν]], σε Ηρόδ.· τί φειδόμεσθα [[τῶν]] λίθων; [[γιατί]] αποφεύγουμε να τις χρησιμοποιούμε; σε Αριστοφ.· φείδ. [[μήτε]] χρημάτων [[μήτε]] πόνων, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., είμαι [[φειδωλός]], είμαι [[οικονομικός]], ζω οικονομικά, σε Θέογν.· <i>οἱ γεωργοῦντες καὶ φειδόμενος</i>, σε Δημ.· η μτχ. αυτή χρησιμ. ως επίθ. = [[φειδωλός]], σε Αριστοφ.· επίρρ. [[φειδομένως]], με [[φειδώ]], σε Καινή Διαθήκη, Πλούτ.<br /><b class="num">III.</b> απομακρύνομαι από, <i>τοῦ κινδύνου</i>, σε Ξεν.· <i>φείδου μηδὲν ὧνπερ ἐννοεῖς</i>, μην οπισθοχωρήσεις [[καθόλου]] από αυτά που έχεις στο [[μυαλό]], σε Σοφ.· επίσης με απαρ., [[σταματώ]] ή [[παύω]] να κάνω, [[απέχω]] από το να κάνω, σε Ευρ. | |lsmtext='''φείδομαι:''' ποιητ. γʹ πληθ. παρατ. <i>φείδοντο</i>· μέλ. [[φείσομαι]], Επικ. <i>πεφῐδήσομαι</i>, αόρ. αʹ [[ἐφεισάμην]], Επικ. γʹ ενικ. <i>φείσατο</i>· Επικ. αναδιπλ. αόρ. βʹ <i>πεφῐδόμην</i>, ευκτ. <i>πεφῐδοίμην</i>, απαρ. [[πεφιδέσθαι]]· αποθ., κάνω [[οικονομία]], Λατ. parcere.<br /><b class="num">I.</b>[[φείδομαι]] ανθρώπων και πραγμάτων στον πόλεμο, δηλ. δεν τους [[καταστρέφω]], με γεν., σε Όμηρ., Αττ.· απόλ., [[λυπάμαι]], ευσπλαχνίζομαι, είμαι [[ελεήμων]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II. 1.</b> κάνω [[οικονομία]] στη [[χρήση]], συγκρατούμαι στη [[χρήση]], [[χρησιμοποιώ]] με [[φειδώ]], <i>ἵππων φειδόμενος</i> δηλ. [[φροντίζω]] γι' αυτούς, σε Ομήρ. Ιλ.· μὴ [[φείδεο]] σίτου, σε Ησίοδ.· [[φείδεο]] [[τῶν]] [[νεῶν]], σε Ηρόδ.· τί φειδόμεσθα [[τῶν]] λίθων; [[γιατί]] αποφεύγουμε να τις χρησιμοποιούμε; σε Αριστοφ.· φείδ. [[μήτε]] χρημάτων [[μήτε]] πόνων, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., είμαι [[φειδωλός]], είμαι [[οικονομικός]], ζω οικονομικά, σε Θέογν.· <i>οἱ γεωργοῦντες καὶ φειδόμενος</i>, σε Δημ.· η μτχ. αυτή χρησιμ. ως επίθ. = [[φειδωλός]], σε Αριστοφ.· επίρρ. [[φειδομένως]], με [[φειδώ]], σε Καινή Διαθήκη, Πλούτ.<br /><b class="num">III.</b> απομακρύνομαι από, <i>τοῦ κινδύνου</i>, σε Ξεν.· <i>φείδου μηδὲν ὧνπερ ἐννοεῖς</i>, μην οπισθοχωρήσεις [[καθόλου]] από αυτά που έχεις στο [[μυαλό]], σε Σοφ.· επίσης με απαρ., [[σταματώ]] ή [[παύω]] να κάνω, [[απέχω]] από το να κάνω, σε Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |