Anonymous

φρικώδης: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες:<br /><b>1</b> qui fait frissonner, effrayant, terrible;<br /><b>2</b> accompagné de frissons <i>en parl. de maladie</i>;<br /><i>Sp.</i> φρικωδέστατος.<br />'''Étymologie:''' [[φρίξ]], -ωδης.
|btext=ης, ες:<br /><b>1</b> qui fait frissonner, effrayant, terrible;<br /><b>2</b> accompagné de frissons <i>en parl. de maladie</i>;<br /><i>Sp.</i> φρικωδέστατος.<br />'''Étymologie:''' [[φρίξ]], -ωδης.
}}
{{elru
|elrutext='''φρῑκώδης:''' [[приводящий в трепет]], [[ужасный]], [[страшный]] ([[ὄψις]] Arph.; [[θέαμα]], ὅρκοι Plut.): [[βρόμος]] φ. κλύειν Eur. страшный грохот; φρικῶδες ἀντιφθέγγεσθαι Eur. откликаться страшным грохотом.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φρῑκώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), αυτός που συνδέεται με τη [[φρίκη]], [[φρικτός]], σε Ευρ., Αριστοφ.· ουδ. <i>φρικῶδες</i>, ως επίρρ., με [[φρίκη]], [[φρικτά]], σε Ευρ.· επίρρ. <i>-δῶς</i>, υπερθ. <i>φρικωδέστατα ἔχειν</i>, βρίσκομαι στην απόλυτη [[φρίκη]], σε Δημ.
|lsmtext='''φρῑκώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), αυτός που συνδέεται με τη [[φρίκη]], [[φρικτός]], σε Ευρ., Αριστοφ.· ουδ. <i>φρικῶδες</i>, ως επίρρ., με [[φρίκη]], [[φρικτά]], σε Ευρ.· επίρρ. <i>-δῶς</i>, υπερθ. <i>φρικωδέστατα ἔχειν</i>, βρίσκομαι στην απόλυτη [[φρίκη]], σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''φρῑκώδης:''' [[приводящий в трепет]], [[ужасный]], [[страшный]] ([[ὄψις]] Arph.; [[θέαμα]], ὅρκοι Plut.): [[βρόμος]] φ. κλύειν Eur. страшный грохот; φρικῶδες ἀντιφθέγγεσθαι Eur. откликаться страшным грохотом.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj