3,274,313
edits
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=fylaktirios | |Transliteration C=fylaktirios | ||
|Beta Code=fulakth/rios | |Beta Code=fulakth/rios | ||
|Definition=α, ον, < | |Definition=α, ον,<br><span class="bld">A</span> [[serving as a protection]], τὰ περί τι φ. [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''842d, φῠλᾰκ-της, ου, ὁ, [[one who preserves]], τῶν ἰδίων ἐθῶν Ph.2.577 (pl.), sed leg. -τικοί.<br><span class="bld">II</span> = [[φυλακτήρ]], a magistrate at Cumae, Plu.2.291f. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ία, -ον, ΜΑ [[φυλακτήρ]]<br /><b>1.</b> αυτός που χρησιμεύει για [[φύλαξη]], για [[προστασία]] (α. «τοῖς περὶ τὰ τοιαῦτα φυλακτηρίοις τε καὶ ἐπιστάταις ὀργάνων», <b>Πλάτ.</b> β. «[[φυλακτήριος]] τῶν συνειληφυιῶν», <b>Διοσκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[φυλακτήριον]]<br />α) [[μέσο]] προστασίας, προφύλαξης από [[κάτι]] [[κακό]] (α. «τῶν ἀχράντων τοῦ Χριστοῦ μυστηρίων μεταλαβεῖν, ἀσφαλὲς [[φυλακτήριον]]», Νικ. Ουρ.<br />β. «ἐν τοῖς τῶν ἀγορανόμων νόμοισί τε καὶ φυλακτηρίοις», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) [[φυλαχτό]], περίαπτο, που απομακρύνει τους κινδύνους οι οποίοι απειλούν κάποιον (α. «γυνὴ [[μάντις]] καὶ φυλακτάρεα καὶ ἐπαοιδίας ποιοῦσα», Λεοντ. Νεαπ.<br />θ. «καὶ άντὶ φυλακτηρίου περιάμματι αὑτῷ αἱ | |mltxt=-ία, -ον, ΜΑ [[φυλακτήρ]]<br /><b>1.</b> αυτός που χρησιμεύει για [[φύλαξη]], για [[προστασία]] (α. «τοῖς περὶ τὰ τοιαῦτα φυλακτηρίοις τε καὶ ἐπιστάταις ὀργάνων», <b>Πλάτ.</b> β. «[[φυλακτήριος]] τῶν συνειληφυιῶν», <b>Διοσκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[φυλακτήριον]]<br />α) [[μέσο]] προστασίας, προφύλαξης από [[κάτι]] [[κακό]] (α. «τῶν ἀχράντων τοῦ Χριστοῦ μυστηρίων μεταλαβεῖν, ἀσφαλὲς [[φυλακτήριον]]», Νικ. Ουρ.<br />β. «ἐν τοῖς τῶν ἀγορανόμων νόμοισί τε καὶ φυλακτηρίοις», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) [[φυλαχτό]], περίαπτο, που απομακρύνει τους κινδύνους οι οποίοι απειλούν κάποιον (α. «γυνὴ [[μάντις]] καὶ φυλακτάρεα καὶ ἐπαοιδίας ποιοῦσα», Λεοντ. Νεαπ.<br />θ. «καὶ άντὶ φυλακτηρίου περιάμματι αὑτῷ αἱ γυναῖκες χρῶνται», <b>Πλούτ.</b><br />γ. «φυλακτήρια περίαπτα», <b>Διοσκ.</b>)<br /><b>3.</b> μικρή [[λουρίδα]] με χωρία του μωσαϊκού νόμου γραμμένα [[επάνω]], που έδεναν στο μέτωπό τους οι Ιουδαίοι την ώρα της προσευχής (α. «φυλακτήρια... δελτία ἦν μικρὰ... [[ἅπερ]] ἐφόρουν οἱ τῶν Ἰουδαίων καθηγηταί», Ισίδ. Πηλ.<br />β. «πλατύνουσι γὰρ τὰ φυλακτήρια αὐτῶν καὶ μεγαλύνουσι τὰ κράσπεδα τῶν ἱματίων αὐτῶν», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br />οχυρή [[θέση]], προστατευμένη [[τοποθεσία]] («ὁ Ἄλος [[ποταμός]], ἐπ' ᾧ πύλαι τε ἔπεισι... καὶ [[φυλακτήριον]] μέγα ἐπ' αὐτῷ», <b>Ηρόδ.</b>). | ||
}} | }} |