Anonymous

φυλή: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  3 October 2022
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>I.</b> tribu, groupe de familles de même race, section <i>ou</i> portion d'un peuple, comprenant un certain nombre de φρατρίαι ; tribu politique, comprenant un certain nombre de δῆμοι ; <i>p. anal. à Rome</i> tribu;<br /><b>II.</b> corps de troupes au nombre de dix, un pour chaque tribu, <i>d'où</i><br /><b>1</b> bataillon d'infanterie;<br /><b>2</b> escadron de cavalerie;<br /><b>III.</b> <i>p. ext.</i> classe, genre, espèce.<br />'''Étymologie:''' [[φύω]] ; cf. [[φῦλον]].
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>I.</b> tribu, groupe de familles de même race, section <i>ou</i> portion d'un peuple, comprenant un certain nombre de φρατρίαι ; tribu politique, comprenant un certain nombre de δῆμοι ; <i>p. anal. à Rome</i> tribu;<br /><b>II.</b> corps de troupes au nombre de dix, un pour chaque tribu, <i>d'où</i><br /><b>1</b> bataillon d'infanterie;<br /><b>2</b> escadron de cavalerie;<br /><b>III.</b> <i>p. ext.</i> classe, genre, espèce.<br />'''Étymologie:''' [[φύω]] ; cf. [[φῦλον]].
}}
{{elru
|elrutext='''φῡλή:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[фила]] (вначале - родовая, впосл. - территориально-политическая община: в Аттике их было 4, после реформы Клисфена в 510 г. до н. э. - 10: [[Ἐρεχθηΐς]], [[Αἰγηΐς]], [[Πανδιονίς]], [[Λεοντίς]], [[Ἀκαμαντίς]], [[Οἰνηΐς]], [[Κεκροπίς]], [[Ἱπποθωντίς]], [[Αἰαντίς]] и [[Ἀντιοχίς]], впосл. - 12; в Спарте - 3; у персов - 12; родовые филы - φυλαὶ γενικαί - делились на φρατρίαι, территориальные - φυλαὶ τοπικαί - на δῆμοι) Her., Xen., Plat., Arst.;<br /><b class="num">2)</b> [[фила]] (один из 10 войсковых - пеших или конных - отрядов или корпусов, выставлявшихся каждой атт. территориальной филой): φ. πολιτῶν Thuc. или φ. πεζῶν Xen. пешая фила; φ. ὁπλιτῶν Thuc. тяжеловооруженная фила;<br /><b class="num">3)</b> [[разряд]], [[категория]]: διακρίνειν τι κατὰ φυλάς Xen. разбить что-л. на категории;<br /><b class="num">4)</b> (у римлян, лат. [[tribus]]) триба Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φῡλή:''' ἡ ([[φύω]]), όπως [[φῦλον]],<br /><b class="num">I.</b> [[ράτσα]] ή [[φυλή]] ανθρώπων, <i>κατὰ φυλάς</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[σώμα]] ([[σύνολο]]) ανθρώπων που ενώνεται με δεσμούς αίματος ή λόγω καταγωγής, [[γενιά]] ([[φυλή]]), όπως ήταν οι φυλές στους Δωριείς (<i>φυλὴ γενική</i>), σε Πίνδ.· λέγεται για τις [[τέσσερις]] παλιές Αττικές φυλές, σε Ηρόδ., Ευρ.· λέγεται για τους Ιουδαίους, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">2.</b> [[φυλή]] που ενώνεται από τη [[συνοίκηση]] στο ίδιο [[μέρος]], όπως [[εκατονταρχία]] ή [[κομητεία]], όπως ήταν οι [[δέκα]] τοπικές φυλές στην Αθήνα που σχηματίστηκαν από τον Κλεισθένη (<i>φυλὴ τοπική</i>), σε Ηρόδ. κ.λπ.· οι υποδιαιρέσεις των γενικών φυλών ήταν οι <i>φρατρίαι</i>, ενώ των τοπικών ήταν οι <i>δῆμοι</i>.<br /><b class="num">III.</b> [[διαίρεση]] στο στρατό που αποτελείται από μια [[φυλή]], σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· [[έπειτα]], [[σώμα]] ιππικού, σε Ξεν.· πρβλ. [[φύλαρχος]] II.
|lsmtext='''φῡλή:''' ἡ ([[φύω]]), όπως [[φῦλον]],<br /><b class="num">I.</b> [[ράτσα]] ή [[φυλή]] ανθρώπων, <i>κατὰ φυλάς</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[σώμα]] ([[σύνολο]]) ανθρώπων που ενώνεται με δεσμούς αίματος ή λόγω καταγωγής, [[γενιά]] ([[φυλή]]), όπως ήταν οι φυλές στους Δωριείς (<i>φυλὴ γενική</i>), σε Πίνδ.· λέγεται για τις [[τέσσερις]] παλιές Αττικές φυλές, σε Ηρόδ., Ευρ.· λέγεται για τους Ιουδαίους, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">2.</b> [[φυλή]] που ενώνεται από τη [[συνοίκηση]] στο ίδιο [[μέρος]], όπως [[εκατονταρχία]] ή [[κομητεία]], όπως ήταν οι [[δέκα]] τοπικές φυλές στην Αθήνα που σχηματίστηκαν από τον Κλεισθένη (<i>φυλὴ τοπική</i>), σε Ηρόδ. κ.λπ.· οι υποδιαιρέσεις των γενικών φυλών ήταν οι <i>φρατρίαι</i>, ενώ των τοπικών ήταν οι <i>δῆμοι</i>.<br /><b class="num">III.</b> [[διαίρεση]] στο στρατό που αποτελείται από μια [[φυλή]], σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· [[έπειτα]], [[σώμα]] ιππικού, σε Ξεν.· πρβλ. [[φύλαρχος]] II.
}}
{{elru
|elrutext='''φῡλή:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[фила]] (вначале - родовая, впосл. - территориально-политическая община: в Аттике их было 4, после реформы Клисфена в 510 г. до н. э. - 10: [[Ἐρεχθηΐς]], [[Αἰγηΐς]], [[Πανδιονίς]], [[Λεοντίς]], [[Ἀκαμαντίς]], [[Οἰνηΐς]], [[Κεκροπίς]], [[Ἱπποθωντίς]], [[Αἰαντίς]] и [[Ἀντιοχίς]], впосл. - 12; в Спарте - 3; у персов - 12; родовые филы - φυλαὶ γενικαί - делились на φρατρίαι, территориальные - φυλαὶ τοπικαί - на δῆμοι) Her., Xen., Plat., Arst.;<br /><b class="num">2)</b> [[фила]] (один из 10 войсковых - пеших или конных - отрядов или корпусов, выставлявшихся каждой атт. территориальной филой): φ. πολιτῶν Thuc. или φ. πεζῶν Xen. пешая фила; φ. ὁπλιτῶν Thuc. тяжеловооруженная фила;<br /><b class="num">3)</b> [[разряд]], [[категория]]: διακρίνειν τι κατὰ φυλάς Xen. разбить что-л. на категории;<br /><b class="num">4)</b> (у римлян, лат. [[tribus]]) триба Plut.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj