Anonymous

φθισικός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />atteint de consomption, phtisique, tuberculeux.<br />'''Étymologie:''' [[φθίω]].
|btext=ή, όν :<br />atteint de consomption, phtisique, tuberculeux.<br />'''Étymologie:''' [[φθίω]].
}}
{{elru
|elrutext='''φθισικός:''' [[больной чахоткой]] Arst., Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[φθισικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, και φτισικός, -ή, -ό και τ. θηλ. φτισικιά Ν [[φθίσις]]<br />αυτός που πάσχει από [[φθίση]], [[φυματικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> (στην [[ποίηση]]) αυτός που μοιάζει να έχει [[φθίση]] («ο [[άρρωστος]] Φθινόπωρος, μ' όψη φθισική», Βιζυην.).
|mltxt=-ή, -ό / [[φθισικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, και φτισικός, -ή, -ό και τ. θηλ. φτισικιά Ν [[φθίσις]]<br />αυτός που πάσχει από [[φθίση]], [[φυματικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> (στην [[ποίηση]]) αυτός που μοιάζει να έχει [[φθίση]] («ο [[άρρωστος]] Φθινόπωρος, μ' όψη φθισική», Βιζυην.).
}}
{{elru
|elrutext='''φθισικός:''' [[больной чахоткой]] Arst., Plut.
}}
}}