φθισικός

From LSJ

Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz

Menander, Monostichoi, 320
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φθῐσῐκός Medium diacritics: φθισικός Low diacritics: φθισικός Capitals: ΦΘΙΣΙΚΟΣ
Transliteration A: phthisikós Transliteration B: phthisikos Transliteration C: fthisikos Beta Code: fqisiko/s

English (LSJ)

φθισική, φθισικόν, consumptive, Arist.Pr.884a11, Dsc.1.72, Sor.Vit.Hippocr.5, Plu.2.674b, Arr.Epict.3.13.20, etc.: metaph., σε.. φθόνος φθισικὸν πεποίηκε Men.540.7.

German (Pape)

[Seite 1271] 1) an der Auszehrung leidend, sich dazu hinneigend, schwindsüchtig. – 2) akt., auszehrend; Medic.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
atteint de consomption, phtisique, tuberculeux.
Étymologie: φθίω.

Russian (Dvoretsky)

φθισικός: больной чахоткой Arst., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

φθῐσικός: -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, ὁ ἐκ φθίσεως πάσχων, κοινῶς «χτικιασμένος», Μένανδρος ἐν Ἀδήλ. 12. 7, Ἀριστ. Προβλ. 5. 31· φθισικοὺς μὲν ὁρῶντες δυσχεραίνομεν, ἀνδριάντας δὲ καὶ γραφὰς φθισικῶν ἠδέως θεώμεθα Πλούτ. 2. 674Β, κλπ.

Greek Monolingual

-ή, -ό / φθισικός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και φτισικός, -ή, -ό και τ. θηλ. φτισικιά Ν φθίσις
αυτός που πάσχει από φθίση, φυματικός
νεοελλ.
μτφ. (στην ποίηση) αυτός που μοιάζει να έχει φθίση («ο άρρωστος Φθινόπωρος, μ' όψη φθισική», Βιζυην.).