Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χονδρώδης: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1364.png Seite 1364]] ες, 1) graupenartig. – 2) knorpelartig, -ähnlich, Arist. H. A. 1, 12. 16.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1364.png Seite 1364]] ες, 1) graupenartig. – 2) knorpelartig, -ähnlich, Arist. H. A. 1, 12. 16.
}}
{{elru
|elrutext='''χονδρώδης:''' [[хрящевидный]] (τῆς καρδίας δεσμοί Arst.): τὸ χονδρῶδες Arst. хрящевая часть.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες / [[χονδρώδης]], -ῶδες, ΝΑ [[χόνδρος]]<br />αυτός που μοιάζει με χόνδρο ως [[προς]] τη [[φύση]] ή τη [[σύσταση]] («[[χονδρώδης]] χιτὼν ὀφθαλμοῦ», <b>Πολυδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[χονδρώδης]] [[ιστός]]»<br /><b>(ιστολ.)</b> [[μορφή]] συνδετικού ιστού που εμφανίζει [[σύσταση]] και όψη χόνδρου<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που μοιάζει με χόνδρους, με κόκκους, ή αυτός που αποτελείται από χόνδρους («ἄλευρα χονδρώδη», Ιπποκρ.).
|mltxt=-ες / [[χονδρώδης]], -ῶδες, ΝΑ [[χόνδρος]]<br />αυτός που μοιάζει με χόνδρο ως [[προς]] τη [[φύση]] ή τη [[σύσταση]] («[[χονδρώδης]] χιτὼν ὀφθαλμοῦ», <b>Πολυδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[χονδρώδης]] [[ιστός]]»<br /><b>(ιστολ.)</b> [[μορφή]] συνδετικού ιστού που εμφανίζει [[σύσταση]] και όψη χόνδρου<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που μοιάζει με χόνδρους, με κόκκους, ή αυτός που αποτελείται από χόνδρους («ἄλευρα χονδρώδη», Ιπποκρ.).
}}
{{elru
|elrutext='''χονδρώδης:''' [[хрящевидный]] (τῆς καρδίας δεσμοί Arst.): τὸ χονδρῶδες Arst. хрящевая часть.
}}
}}