Anonymous

χρῆσις: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> action de se servir de, usage, emploi ; <i>particul.</i> commerce habituel, relations ; commerce intime, relations intimes;<br /><b>2</b> utilité.<br />'''Étymologie:''' [[χράομαι]].
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> action de se servir de, usage, emploi ; <i>particul.</i> commerce habituel, relations ; commerce intime, relations intimes;<br /><b>2</b> utilité.<br />'''Étymologie:''' [[χράομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''χρῆσις:''' εως ἡ [[χράω]] II] заем Arst., Polyb.<br />εως, дор. ιος ἡ [[χράομαι]] I]<br /><b class="num">1)</b> (ис)пользование, употребление, применение: ὅπλων χ. Plat. употребление оружия; [[ἀγαθὸς]] εἰς τὴν χρῆσιν Xen. годный для использования; πρὸς τὰς πολιτικὰς χρήσεις Arst. для гражданских целей;<br /><b class="num">2)</b> [[полезность]], [[польза]] (ἀνέμων Pind.): χρῆσιν ἔχειν Dem. быть полезным;<br /><b class="num">3)</b> [[сношения]], [[общение]] (αἱ [[οἴκοι]] χρήσεις Isocr.; πρὸς ἀλλήλους Arst.): ἡ χ. τῶν ἀφροδισίων Plut. любовные утехи.<br />εως, дор. ιος ἡ [[χράω]] III] оракул, вещее слово Pind.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 36: Line 39:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χρῆσις:''' -εως, ἡ ([[χράομαι]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[χρήση]], [[χρησιμοποίηση]], [[μεταχείριση]] ενός πράγματος, σε Πίνδ.· σε πληθ., χρήσεις, πλεονεκτήματα, στον ίδ., Ξεν.· αντίθ. προς το [[κτῆσις]], [[κατοχή]], σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> μέσα προς [[χρήση]], [[χρησιμότητα]], σε Θουκ., Πλάτ.· <i>ἔχειν χρῆσιν</i>, είμαι [[χρήσιμος]], σε Δημ.<br /><b class="num">3.</b> [[οικειότητα]], [[συνήθεια]], Λατ. [[usus]], σε Ισοκρ.· ἡ [[χρῆσις]] ἡ πρὸς ἀλλήλους, σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> χράω (Γ) I.], [[απάντηση]] από [[μαντείο]], [[χρησμός]], σε Πίνδ.<br /><b class="num">III.</b> χράω (Γ) II.], [[δανεισμός]], [[δάνειο]], σε Αριστ.
|lsmtext='''χρῆσις:''' -εως, ἡ ([[χράομαι]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[χρήση]], [[χρησιμοποίηση]], [[μεταχείριση]] ενός πράγματος, σε Πίνδ.· σε πληθ., χρήσεις, πλεονεκτήματα, στον ίδ., Ξεν.· αντίθ. προς το [[κτῆσις]], [[κατοχή]], σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> μέσα προς [[χρήση]], [[χρησιμότητα]], σε Θουκ., Πλάτ.· <i>ἔχειν χρῆσιν</i>, είμαι [[χρήσιμος]], σε Δημ.<br /><b class="num">3.</b> [[οικειότητα]], [[συνήθεια]], Λατ. [[usus]], σε Ισοκρ.· ἡ [[χρῆσις]] ἡ πρὸς ἀλλήλους, σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> χράω (Γ) I.], [[απάντηση]] από [[μαντείο]], [[χρησμός]], σε Πίνδ.<br /><b class="num">III.</b> χράω (Γ) II.], [[δανεισμός]], [[δάνειο]], σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''χρῆσις:''' εως ἡ [[χράω]] II] заем Arst., Polyb.<br />εως, дор. ιος ἡ [[χράομαι]] I]<br /><b class="num">1)</b> (ис)пользование, употребление, применение: ὅπλων χ. Plat. употребление оружия; [[ἀγαθὸς]] εἰς τὴν χρῆσιν Xen. годный для использования; πρὸς τὰς πολιτικὰς χρήσεις Arst. для гражданских целей;<br /><b class="num">2)</b> [[полезность]], [[польза]] (ἀνέμων Pind.): χρῆσιν ἔχειν Dem. быть полезным;<br /><b class="num">3)</b> [[сношения]], [[общение]] (αἱ [[οἴκοι]] χρήσεις Isocr.; πρὸς ἀλλήλους Arst.): ἡ χ. τῶν ἀφροδισίων Plut. любовные утехи.<br />εως, дор. ιος ἡ [[χράω]] III] оракул, вещее слово Pind.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj