Anonymous

ἀδύνατος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> impuissant, faible ; [[οἱ]] ἀδύνατοι les invalides ; ἀδύνατοι [[νέες]] HDT navires hors de service ; [[ἀδύνατος]] χρήμασι THC pauvre ; avec l'inf., impuissant, impropre à, incapable de;<br /><b>2</b> impossible : τὸ ἀδύνατον l'impossible ; τὰ ἀδύνατα καρτερεῖν EUR s'obstiner à faire l'impossible ; ἀδύνατόν ἐστι, ἀδύνατά ἐστι il est impossible de.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[δύναμαι]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> impuissant, faible ; [[οἱ]] ἀδύνατοι les invalides ; ἀδύνατοι [[νέες]] HDT navires hors de service ; [[ἀδύνατος]] χρήμασι THC pauvre ; avec l'inf., impuissant, impropre à, incapable de;<br /><b>2</b> impossible : τὸ ἀδύνατον l'impossible ; τὰ ἀδύνατα καρτερεῖν EUR s'obstiner à faire l'impossible ; ἀδύνατόν ἐστι, ἀδύνατά ἐστι il est impossible de.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[δύναμαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀδύνᾰτος:''' (ῠ)<br /><b class="num">1)</b> [[бессильный]], [[слабый]], [[немощный]], Her., Eur.: ἀ. τῷ σώματι Lys. физически слабый, хилый;<br /><b class="num">2)</b> [[неспособный]], [[не умеющий]] (ποιεῖν τι Eur., Arst.; εἴς τι Plat.);<br /><b class="num">3)</b> [[неимущий]], [[бедный]] (χρήμασι Thuc.);<br /><b class="num">4)</b> [[негодный]], [[неисправный]] ([[νέες]] Her.);<br /><b class="num">5)</b> [[невозможный]], [[невыполнимый]] (ἔργα, [[πορεία]] Xen.): [[ἀδύνατον]] εἶπας Eur. ты сказал(а), что это невозможно.<br /><b class="num">II</b> ὁ инвалид Lys., Aeschin.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 33: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀδύνᾰτος:''' [ῠ], -ον·<br /><b class="num">I. 1.</b> λέγεται για πρόσωπα, είμαι [[ανίκανος]], δεν [[μπορώ]], δεν [[δύναμαι]] να πράξω [[κάτι]]· με απαρ., σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., [[αδύναμος]], [[ανίσχυρος]], σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· <i>οἱ ἀδύνατοι</i>, αυτοί που κατάντησαν ανίκανοι στρατιωτικής υπηρεσίας λόγω ασθένειας ή φτώχειας, ανίκανοι, σακάτηδες, σε Αισχίν. κ.λπ.· [[ἀδύνατος]] χρήμασι, [[φτωχός]], σε Θουκ.· <i>εἴς τι</i>, σε Πλάτ.· λέγεται και για πλοία, αυτά που κατέστησαν ανίκανα για [[πλεύση]] λόγω βλάβης, σε Ηρόδ.· <i>τὸ ἀδύνατον</i>, [[έλλειψη]] δύναμης, [[αδυναμία]], σε Πλάτ.· <i>τὰ ἀδύνατα</i>, ελλείψεις, ανικανότητες, σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται επίσης και για πράγματα που δεν μπορούν, είναι αδύνατον να γίνουν, για πράγματα ακατόρθωτα, ανέφικτα, σε Ευρ., Πλάτ. κ.λπ.· <i>ἀδύνατόν</i> ή <i>ἀδύνατά</i> (<i>ἐστι</i>), είναι αδύνατον, ακατόρθωτο, σε Ηρόδ. κ.λπ.· <i>τὸἀδύνατον</i>, [[αδυναμία]], το ανέφικτο, στον ίδ.· <i>τολμᾶν ἀδύνατα</i>, <i>ἀδυνάτων ἐρᾶν</i>, σε Ευρ.
|lsmtext='''ἀδύνᾰτος:''' [ῠ], -ον·<br /><b class="num">I. 1.</b> λέγεται για πρόσωπα, είμαι [[ανίκανος]], δεν [[μπορώ]], δεν [[δύναμαι]] να πράξω [[κάτι]]· με απαρ., σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., [[αδύναμος]], [[ανίσχυρος]], σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· <i>οἱ ἀδύνατοι</i>, αυτοί που κατάντησαν ανίκανοι στρατιωτικής υπηρεσίας λόγω ασθένειας ή φτώχειας, ανίκανοι, σακάτηδες, σε Αισχίν. κ.λπ.· [[ἀδύνατος]] χρήμασι, [[φτωχός]], σε Θουκ.· <i>εἴς τι</i>, σε Πλάτ.· λέγεται και για πλοία, αυτά που κατέστησαν ανίκανα για [[πλεύση]] λόγω βλάβης, σε Ηρόδ.· <i>τὸ ἀδύνατον</i>, [[έλλειψη]] δύναμης, [[αδυναμία]], σε Πλάτ.· <i>τὰ ἀδύνατα</i>, ελλείψεις, ανικανότητες, σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται επίσης και για πράγματα που δεν μπορούν, είναι αδύνατον να γίνουν, για πράγματα ακατόρθωτα, ανέφικτα, σε Ευρ., Πλάτ. κ.λπ.· <i>ἀδύνατόν</i> ή <i>ἀδύνατά</i> (<i>ἐστι</i>), είναι αδύνατον, ακατόρθωτο, σε Ηρόδ. κ.λπ.· <i>τὸἀδύνατον</i>, [[αδυναμία]], το ανέφικτο, στον ίδ.· <i>τολμᾶν ἀδύνατα</i>, <i>ἀδυνάτων ἐρᾶν</i>, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀδύνᾰτος:''' (ῠ)<br /><b class="num">1)</b> [[бессильный]], [[слабый]], [[немощный]], Her., Eur.: ἀ. τῷ σώματι Lys. физически слабый, хилый;<br /><b class="num">2)</b> [[неспособный]], [[не умеющий]] (ποιεῖν τι Eur., Arst.; εἴς τι Plat.);<br /><b class="num">3)</b> [[неимущий]], [[бедный]] (χρήμασι Thuc.);<br /><b class="num">4)</b> [[негодный]], [[неисправный]] ([[νέες]] Her.);<br /><b class="num">5)</b> [[невозможный]], [[невыполнимый]] (ἔργα, [[πορεία]] Xen.): [[ἀδύνατον]] εἶπας Eur. ты сказал(а), что это невозможно.<br /><b class="num">II</b> ὁ инвалид Lys., Aeschin.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj