Anonymous

ἀγχόνη: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> action d'étrangler, de pendre ; ἔργα κρείσσον’ ἀγχόνης SOPH crimes trop graves pour être expiés seulement par la strangulation ; [[ἀγχόνη]] ἂν γένοιτο τὸ [[πρᾶγμα]] αὐτοῖς LUC il y aurait eu pour eux de quoi se pendre;<br /><b>2</b> lacet pour étrangler, pendre.<br />'''Étymologie:''' [[ἄγχω]].
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> action d'étrangler, de pendre ; ἔργα κρείσσον’ ἀγχόνης SOPH crimes trop graves pour être expiés seulement par la strangulation ; [[ἀγχόνη]] ἂν γένοιτο τὸ [[πρᾶγμα]] αὐτοῖς LUC il y aurait eu pour eux de quoi se pendre;<br /><b>2</b> lacet pour étrangler, pendre.<br />'''Étymologie:''' [[ἄγχω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀγχόνη:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[удушение]], [[повешение]]: ἀγχόνης τέρματα Aesch. смерть от повешения; ἔργα κρείσσον᾽ ἀγχόνης Soph. дела, за которые повесить мало; ταῦτ᾽ οὐχὶ δεινῆς ἀγχόνης ἐπάξια; Eur. разве это не заслуживает повешения?;<br /><b class="num">2)</b> [[веревка для удушения]], [[петля]] Eur., Arph.;<br /><b class="num">3)</b> перен. [[пытка]], [[мука]] (ἀ. καὶ [[λύπη]] Aeschin.): ἀ. γἄρ ἂν τὸ [[πρᾶγμα]] γένοιτο αὐτοῖς Luc. ибо это стало бы для них источником терзаний.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀγχόνη:''' ἡ ([[ἄγχω]]), [[πνίξιμο]], [[στραγγάλισμα]], [[κρέμασμα]], σε Τραγ. κ.λπ.· <i>ἔργακρείσσον' ἀγχόνης</i>, πράξεις μεγαλύτερης τιμωρίας ([[πάρα]] [[πολύ]] άσχημες), δηλ. πράξεις για [[αγχόνη]], [[κρεμάλα]], ή για [[τιμωρία]] χειρότερη από [[κρέμασμα]], σε Σοφ.· τάδ'ἀγχόνης [[πέλας]], [[κακά]] [[σχεδόν]] όσο και ο [[απαγχονισμός]], σε Ευρ.· στον πληθ., ἐν ἀγχόναις θάνατον [[λαβεῖν]], [[πεθαίνω]] μέσω απαγχονισμού, στον ίδ.
|lsmtext='''ἀγχόνη:''' ἡ ([[ἄγχω]]), [[πνίξιμο]], [[στραγγάλισμα]], [[κρέμασμα]], σε Τραγ. κ.λπ.· <i>ἔργακρείσσον' ἀγχόνης</i>, πράξεις μεγαλύτερης τιμωρίας ([[πάρα]] [[πολύ]] άσχημες), δηλ. πράξεις για [[αγχόνη]], [[κρεμάλα]], ή για [[τιμωρία]] χειρότερη από [[κρέμασμα]], σε Σοφ.· τάδ'ἀγχόνης [[πέλας]], [[κακά]] [[σχεδόν]] όσο και ο [[απαγχονισμός]], σε Ευρ.· στον πληθ., ἐν ἀγχόναις θάνατον [[λαβεῖν]], [[πεθαίνω]] μέσω απαγχονισμού, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀγχόνη:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[удушение]], [[повешение]]: ἀγχόνης τέρματα Aesch. смерть от повешения; ἔργα κρείσσον᾽ ἀγχόνης Soph. дела, за которые повесить мало; ταῦτ᾽ οὐχὶ δεινῆς ἀγχόνης ἐπάξια; Eur. разве это не заслуживает повешения?;<br /><b class="num">2)</b> [[веревка для удушения]], [[петля]] Eur., Arph.;<br /><b class="num">3)</b> перен. [[пытка]], [[мука]] (ἀ. καὶ [[λύπη]] Aeschin.): ἀ. γἄρ ἂν τὸ [[πρᾶγμα]] γένοιτο αὐτοῖς Luc. ибо это стало бы для них источником терзаний.
}}
}}
{{etym
{{etym