Anonymous

ἀλλόκοτος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> différent de, gén.;<br /><b>2</b> extraordinaire, étrange, prodigieux ; horrible.<br />'''Étymologie:''' [[ἄλλος]], -κοτος ; cf. [[νεόκοτος]], [[παλίγκοτος]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> différent de, gén.;<br /><b>2</b> extraordinaire, étrange, prodigieux ; horrible.<br />'''Étymologie:''' [[ἄλλος]], -κοτος ; cf. [[νεόκοτος]], [[παλίγκοτος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀλλόκοτος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[другой]], [[иной]], [[отличный]]: ἀ. τῶν [[πάρος]] Soph. отличный от прежнего;<br /><b class="num">2)</b> [[странный]], [[необычный]] ([[ὄνομα]] Plat.; [[φωνή]] Plut.);<br /><b class="num">3)</b> [[чудовищный]], [[ужасный]] ([[πρᾶγμα]] Thuc.; [[ἔργον]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀλλόκοτος:''' -ον, αυτός που έχει ασυνήθιστη [[φύση]] ή [[σχήμα]], [[παράξενος]], [[τερατώδης]], σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.· ἀλλ. [[πρᾶγμα]], παράδοξη, στρεβλή [[εργασία]], σε Θουκ.· με γεν., ἀλλοκότῳ γνώμᾳτῶν [[πάρος]], με σκοπό ολοκληρωτικά διαφορετικό απο..., σε Σοφ.· επίρρ. <i>-τως</i>, σε Πλάτ. (από το [[ἄλλος]], η [[κατάληξη]] <i>-κοτος</i>, είναι αμφίβολη).
|lsmtext='''ἀλλόκοτος:''' -ον, αυτός που έχει ασυνήθιστη [[φύση]] ή [[σχήμα]], [[παράξενος]], [[τερατώδης]], σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.· ἀλλ. [[πρᾶγμα]], παράδοξη, στρεβλή [[εργασία]], σε Θουκ.· με γεν., ἀλλοκότῳ γνώμᾳτῶν [[πάρος]], με σκοπό ολοκληρωτικά διαφορετικό απο..., σε Σοφ.· επίρρ. <i>-τως</i>, σε Πλάτ. (από το [[ἄλλος]], η [[κατάληξη]] <i>-κοτος</i>, είναι αμφίβολη).
}}
{{elru
|elrutext='''ἀλλόκοτος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[другой]], [[иной]], [[отличный]]: ἀ. τῶν [[πάρος]] Soph. отличный от прежнего;<br /><b class="num">2)</b> [[странный]], [[необычный]] ([[ὄνομα]] Plat.; [[φωνή]] Plut.);<br /><b class="num">3)</b> [[чудовищный]], [[ужасный]] ([[πρᾶγμα]] Thuc.; [[ἔργον]] Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj