3,274,216
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> différent de, gén.;<br /><b>2</b> extraordinaire, étrange, prodigieux ; horrible.<br />'''Étymologie:''' [[ἄλλος]], -κοτος ; cf. [[νεόκοτος]], [[παλίγκοτος]]. | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> différent de, gén.;<br /><b>2</b> extraordinaire, étrange, prodigieux ; horrible.<br />'''Étymologie:''' [[ἄλλος]], -κοτος ; cf. [[νεόκοτος]], [[παλίγκοτος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀλλόκοτος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[другой]], [[иной]], [[отличный]]: ἀ. τῶν [[πάρος]] Soph. отличный от прежнего;<br /><b class="num">2)</b> [[странный]], [[необычный]] ([[ὄνομα]] Plat.; [[φωνή]] Plut.);<br /><b class="num">3)</b> [[чудовищный]], [[ужасный]] ([[πρᾶγμα]] Thuc.; [[ἔργον]] Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀλλόκοτος:''' -ον, αυτός που έχει ασυνήθιστη [[φύση]] ή [[σχήμα]], [[παράξενος]], [[τερατώδης]], σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.· ἀλλ. [[πρᾶγμα]], παράδοξη, στρεβλή [[εργασία]], σε Θουκ.· με γεν., ἀλλοκότῳ γνώμᾳτῶν [[πάρος]], με σκοπό ολοκληρωτικά διαφορετικό απο..., σε Σοφ.· επίρρ. <i>-τως</i>, σε Πλάτ. (από το [[ἄλλος]], η [[κατάληξη]] <i>-κοτος</i>, είναι αμφίβολη). | |lsmtext='''ἀλλόκοτος:''' -ον, αυτός που έχει ασυνήθιστη [[φύση]] ή [[σχήμα]], [[παράξενος]], [[τερατώδης]], σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.· ἀλλ. [[πρᾶγμα]], παράδοξη, στρεβλή [[εργασία]], σε Θουκ.· με γεν., ἀλλοκότῳ γνώμᾳτῶν [[πάρος]], με σκοπό ολοκληρωτικά διαφορετικό απο..., σε Σοφ.· επίρρ. <i>-τως</i>, σε Πλάτ. (από το [[ἄλλος]], η [[κατάληξη]] <i>-κοτος</i>, είναι αμφίβολη). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |