Anonymous

ἀνέβραχε: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>3ᵉ sg. ao.2</i>;<br />craquer, faire du bruit.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], R. Βραχ faire du bruit.
|btext=<i>3ᵉ sg. ao.2</i>;<br />craquer, faire du bruit.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], R. Βραχ faire du bruit.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνέβραχε:''' эп. 3 л. sing. к [[ἀναβραχεῖν]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνέβρᾰχε:''' (*[[βράχω]]), γʹ ενικ. αορ. βʹ [[χωρίς]] ενεστ. σε [[χρήση]], έκανε ηχηρό κρότο ή ήχησε [[δυνατά]], λέγεται για [[πανοπλία]], σε Ομήρ. Ιλ.· βρόντηξε ή έκλεισε με [[δύναμη]], λέγεται για πόρτα, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ἀνέβρᾰχε:''' (*[[βράχω]]), γʹ ενικ. αορ. βʹ [[χωρίς]] ενεστ. σε [[χρήση]], έκανε ηχηρό κρότο ή ήχησε [[δυνατά]], λέγεται για [[πανοπλία]], σε Ομήρ. Ιλ.· βρόντηξε ή έκλεισε με [[δύναμη]], λέγεται για πόρτα, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνέβραχε:''' эп. 3 л. sing. к [[ἀναβραχεῖν]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[*[[βράχω]] [no pres. in use]<br />clashed or [[rung]] [[loudly]], of [[armour]], Il.; creaked or grated [[loudly]], of a [[door]], Od.
|mdlsjtxt=[*[[βράχω]] [no pres. in use]<br />clashed or [[rung]] [[loudly]], of [[armour]], Il.; creaked or grated [[loudly]], of a [[door]], Od.
}}
}}