Anonymous

ἀνερεύνητος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />non exploré.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ἐρευνάω]].
|btext=ος, ον :<br />non exploré.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ἐρευνάω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνερεύνητος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[неисследованный]] (ἀνερεύνητα λέγειν Plat.; ἀνερεύνητον παραλιπεῖν τι Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[не поддающийся исследованию]], [[непостижимый]], [[таинственный]] (ὀνόματα Plat.): ἀνερεύνητα ([[varia lectio|v.l.]] ἀνερμήνευτα) δυσθυμεῖσθαι Eur. ломать себе голову над тайнами.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνερεύνητος:''' -ον ([[ἐρευνάω]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που δεν έχει ερευνηθεί, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που δεν μπορεί να εντοπισθεί, [[ανεξιχνίαστος]], σε Ευρ.
|lsmtext='''ἀνερεύνητος:''' -ον ([[ἐρευνάω]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που δεν έχει ερευνηθεί, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που δεν μπορεί να εντοπισθεί, [[ανεξιχνίαστος]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνερεύνητος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[неисследованный]] (ἀνερεύνητα λέγειν Plat.; ἀνερεύνητον παραλιπεῖν τι Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[не поддающийся исследованию]], [[непостижимый]], [[таинственный]] (ὀνόματα Plat.): ἀνερεύνητα ([[varia lectio|v.l.]] ἀνερμήνευτα) δυσθυμεῖσθαι Eur. ломать себе голову над тайнами.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj