Anonymous

ἀπαντάω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> [[ἀπήντων]], <i>f.</i> ἀπαντήσομαι, <i>postér.</i> ἀπαντήσω, <i>ao.</i> ἀπήντησα, <i>pf.</i> ἀπήντηκα;<br /><b>I.</b> <i>avec un sujet de pers.</i> :<br /><b>1</b> aller à la rencontre de : τινι de qqn ; <i>avec idée d'hostilité</i> τινι, [[πρός]] τινα s'avancer contre qqn;<br /><b>2</b> en arriver à (dans un discours) ; avoir recours à;<br /><b>II.</b> <i>avec un sujet de chose</i> arriver, se produire.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ἀντάω]].
|btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> [[ἀπήντων]], <i>f.</i> ἀπαντήσομαι, <i>postér.</i> ἀπαντήσω, <i>ao.</i> ἀπήντησα, <i>pf.</i> ἀπήντηκα;<br /><b>I.</b> <i>avec un sujet de pers.</i> :<br /><b>1</b> aller à la rencontre de : τινι de qqn ; <i>avec idée d'hostilité</i> τινι, [[πρός]] τινα s'avancer contre qqn;<br /><b>2</b> en arriver à (dans un discours) ; avoir recours à;<br /><b>II.</b> <i>avec un sujet de chose</i> arriver, se produire.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ἀντάω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπαντάω:''' [[редко]] med.<br /><b class="num">1)</b> [[идти навстречу]], [[встречать]] (τινι Her., Xen., Plut.; ἐς и ἐπὶ τόπον Thuc. или πρὸς τὸ [[διαβούλιον]] Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> воен. [[выступать навстречу]], [[идти против]] (τινι Thuc. и πρός τινα Isocr.);<br /><b class="num">3)</b> [[оказывать сопротивление]] (τινι Plat.);<br /><b class="num">4)</b> [[приходить]], [[являться]] (πρὸς τοὺς θεσμοθέτας Dem.): ἀπαντᾷ δάκρυά μοι τοῖς σοῖ λόγοις Eur. от твоих слов у меня выступают слезы; ἀπαντᾷ μοι κραυγὴ [[παρά]] τινος Aeschin. до меня доносится чей-то крик;<br /><b class="num">5)</b> [[возникать]], [[происходить]], [[случаться]], [[бывать]] (πολλὰ εὔχρηστα ἀπαντᾷ τινι Polyb.): τιμαὶ ἀπηντήθησάν τινι [[παρά]] τινος Polyb. кому-л. были оказаны почести кем-л.; ἃ ἤλπισεν, ἀπήντα βέβαια Plut. на что они надеялись, то и случилось;<br /><b class="num">6)</b> [[выступать с ответом]], [[отвечать]], [[возражать]] (πρός τι Dem., Arst., Polyb. и ἐπί τι Dem.);<br /><b class="num">7)</b> [[обращаться]] (к чему-л.), приниматься (за что-л.), приступать (εἴς τι Plat., Aeschin. и πρός τι Plat., Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπαντάω:''' παρατ. [[ἀπήντων]], Δωρ. γʹ ενικ. <i>ἀπάντη</i>· μέλ. <i>ἀπαντήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἀπήντησα</i>, παρακ. <i>ἀπήντηκα</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> μετακινούμαι από τη [[θέση]] μου για να συναντήσω κάποιον· [[συνεπώς]], [[συναντώ]], [[συντυχαίνω]] κάποιον, <i>τινί</i>, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· απόλ., <i>ὁ ἀεὶ ἀπαντῶν</i>, όποιος [[τυχόν]] σε συναντήσει, οποιοδήποτε τυχαίο [[πρόσωπο]], σε Πλάτ.· [[συχνά]] με πρόθ., [[ἀπαντάω]] τινὶ εἰς τόπον, [[έρχομαι]] από ή [[πηγαίνω]] σε έναν [[τόπο]] για να τον συναντήσω, τον [[συναντώ]] [[κάπου]], σε κάποιον [[τόπο]], σε Ηρόδ.· [[χωρίς]] δοτ. προσ., [[παρουσιάζομαι]], εμφανίζομαι σ' ένα [[μέρος]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[συχνά]] με εχθρική [[σημασία]], [[συναντώ]] σε [[μάχη]], δηλ. συμπλέκομαι, σε Ευρ.· <i>ἀπαντῶ Ἀθηναίοις εἰς Τάραντα</i>, σε Θουκ.· [[αντιτίθεμαι]], [[εναντιώνομαι]] καθ' οιονδήποτε τρόπο, σε Πλάτ.· [[παρουσιάζομαι]] [[ένοπλος]], σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> ως [[νομικός]] όρος, [[συναντώ]] τον αντίδικο στο δικαστήριο, σε Πλάτ., Δημ.· απόλ., εμφανίζομαι, [[προσέρχομαι]] στο δικαστήριο, σε Δημ.<br /><b class="num">4.</b> [[ἀπαντάω]] εἴς ή [[πρός]] τι, [[εισέρχομαι]] σε [[κάτι]], [[επιχειρώ]] [[κάτι]] ή το [[προσεγγίζω]], σε Πλάτ., Αισχίν.· [[προσφεύγω]], [[καταφεύγω]] σε, σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, [[επέρχομαι]], [[επιπίπτω]], [[συμβαίνω]] σε κάποιον, σε Ευρ., Πλάτ. κ.λπ.
|lsmtext='''ἀπαντάω:''' παρατ. [[ἀπήντων]], Δωρ. γʹ ενικ. <i>ἀπάντη</i>· μέλ. <i>ἀπαντήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἀπήντησα</i>, παρακ. <i>ἀπήντηκα</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> μετακινούμαι από τη [[θέση]] μου για να συναντήσω κάποιον· [[συνεπώς]], [[συναντώ]], [[συντυχαίνω]] κάποιον, <i>τινί</i>, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· απόλ., <i>ὁ ἀεὶ ἀπαντῶν</i>, όποιος [[τυχόν]] σε συναντήσει, οποιοδήποτε τυχαίο [[πρόσωπο]], σε Πλάτ.· [[συχνά]] με πρόθ., [[ἀπαντάω]] τινὶ εἰς τόπον, [[έρχομαι]] από ή [[πηγαίνω]] σε έναν [[τόπο]] για να τον συναντήσω, τον [[συναντώ]] [[κάπου]], σε κάποιον [[τόπο]], σε Ηρόδ.· [[χωρίς]] δοτ. προσ., [[παρουσιάζομαι]], εμφανίζομαι σ' ένα [[μέρος]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[συχνά]] με εχθρική [[σημασία]], [[συναντώ]] σε [[μάχη]], δηλ. συμπλέκομαι, σε Ευρ.· <i>ἀπαντῶ Ἀθηναίοις εἰς Τάραντα</i>, σε Θουκ.· [[αντιτίθεμαι]], [[εναντιώνομαι]] καθ' οιονδήποτε τρόπο, σε Πλάτ.· [[παρουσιάζομαι]] [[ένοπλος]], σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> ως [[νομικός]] όρος, [[συναντώ]] τον αντίδικο στο δικαστήριο, σε Πλάτ., Δημ.· απόλ., εμφανίζομαι, [[προσέρχομαι]] στο δικαστήριο, σε Δημ.<br /><b class="num">4.</b> [[ἀπαντάω]] εἴς ή [[πρός]] τι, [[εισέρχομαι]] σε [[κάτι]], [[επιχειρώ]] [[κάτι]] ή το [[προσεγγίζω]], σε Πλάτ., Αισχίν.· [[προσφεύγω]], [[καταφεύγω]] σε, σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, [[επέρχομαι]], [[επιπίπτω]], [[συμβαίνω]] σε κάποιον, σε Ευρ., Πλάτ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπαντάω:''' [[редко]] med.<br /><b class="num">1)</b> [[идти навстречу]], [[встречать]] (τινι Her., Xen., Plut.; ἐς и ἐπὶ τόπον Thuc. или πρὸς τὸ [[διαβούλιον]] Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> воен. [[выступать навстречу]], [[идти против]] (τινι Thuc. и πρός τινα Isocr.);<br /><b class="num">3)</b> [[оказывать сопротивление]] (τινι Plat.);<br /><b class="num">4)</b> [[приходить]], [[являться]] (πρὸς τοὺς θεσμοθέτας Dem.): ἀπαντᾷ δάκρυά μοι τοῖς σοῖ λόγοις Eur. от твоих слов у меня выступают слезы; ἀπαντᾷ μοι κραυγὴ [[παρά]] τινος Aeschin. до меня доносится чей-то крик;<br /><b class="num">5)</b> [[возникать]], [[происходить]], [[случаться]], [[бывать]] (πολλὰ εὔχρηστα ἀπαντᾷ τινι Polyb.): τιμαὶ ἀπηντήθησάν τινι [[παρά]] τινος Polyb. кому-л. были оказаны почести кем-л.; ἃ ἤλπισεν, ἀπήντα βέβαια Plut. на что они надеялись, то и случилось;<br /><b class="num">6)</b> [[выступать с ответом]], [[отвечать]], [[возражать]] (πρός τι Dem., Arst., Polyb. и ἐπί τι Dem.);<br /><b class="num">7)</b> [[обращаться]] (к чему-л.), приниматься (за что-л.), приступать (εἴς τι Plat., Aeschin. и πρός τι Plat., Arst.).
}}
}}
{{etym
{{etym