Anonymous

ἀπαλλακτικός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0276.png Seite 276]] befreiend, zum Befreien geneigt; ἀπαλλακτικῶς ἔχειν führt Mör. als hellenist. Ausdruck für [[ἀπαλλαξείω]] an, wohl aus D. Hal. rhet. 11, 8, wo ἐπὶ τῶν πατρίδων dabei steht.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0276.png Seite 276]] befreiend, zum Befreien geneigt; ἀπαλλακτικῶς ἔχειν führt Mör. als hellenist. Ausdruck für [[ἀπαλλαξείω]] an, wohl aus D. Hal. rhet. 11, 8, wo ἐπὶ τῶν πατρίδων dabei steht.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπαλλακτικός:''' [[избавляющий]], [[излечивающий]] (ἱδρῶτες θερμοί Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=κ. απαλλαχτικός, -ή, -ό (Α [[ἀπαλλακτικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που έχει την [[ικανότητα]] ή την ισχύ να απαλλάξει κάποιον από [[κάτι]] («ἀπαλλακτικό [[βούλευμα]]», «ἀπαλλακτική [[απόφαση]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[κατάλληλος]] για θεραπευτική [[αγωγή]].
|mltxt=κ. απαλλαχτικός, -ή, -ό (Α [[ἀπαλλακτικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που έχει την [[ικανότητα]] ή την ισχύ να απαλλάξει κάποιον από [[κάτι]] («ἀπαλλακτικό [[βούλευμα]]», «ἀπαλλακτική [[απόφαση]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[κατάλληλος]] για θεραπευτική [[αγωγή]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπαλλακτικός:''' [[избавляющий]], [[излечивающий]] (ἱδρῶτες θερμοί Arst.).
}}
}}