Anonymous

ἀπαράβατος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qu’on ne doit pas transgresser.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[παραβαίνω]].
|btext=ος, ον :<br />qu’on ne doit pas transgresser.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[παραβαίνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπαράβατος:''' [[нерушимый]] (ἡ νενομισμένη [[τάξις]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 33: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπαράβᾰτος:''' -ον ([[παραβαίνω]]), αυτός τον οποίο δεν μπορεί να παραβεί [[κάποιος]] ή να τον μεταβάλλει σε [[κάτι]] [[άλλο]], αυτός που δεν παρέρχεται, [[αμετάτρεπτος]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''ἀπαράβᾰτος:''' -ον ([[παραβαίνω]]), αυτός τον οποίο δεν μπορεί να παραβεί [[κάποιος]] ή να τον μεταβάλλει σε [[κάτι]] [[άλλο]], αυτός που δεν παρέρχεται, [[αμετάτρεπτος]], σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπαράβατος:''' [[нерушимый]] (ἡ νενομισμένη [[τάξις]] Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj