Anonymous

ἀποκρύπτω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἀποκρύψω, <i>ao.</i> ἀπέκρυψα;<br /><b>I.</b> cacher :<br /><b>1</b> mettre en lieu sûr, soustraire : τινί [[τι]] qch à qqn ; τινα θανάτοιο [[νόσφιν]] ἀ. IL soustraire qqn à la mort;<br /><b>2</b> cacher, couvrir;<br /><b>II.</b> perdre de vue : τινά arriver hors de la vue de qqn;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀποκρύπτομαι cacher, dissimuler, garder secret : [[τι]] qch ; τινά [[τι]] qch à qqn ; ἀ. μὴ ποιεῖν THC dissimuler qu’on fait ; [[πρός]] τινα ἀποκρύψασθαι ISOCR, <i>rar.</i> τινα ἀποκρύπτεσθαι XÉN se cacher de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[κρύπτω]].
|btext=<i>f.</i> ἀποκρύψω, <i>ao.</i> ἀπέκρυψα;<br /><b>I.</b> cacher :<br /><b>1</b> mettre en lieu sûr, soustraire : τινί [[τι]] qch à qqn ; τινα θανάτοιο [[νόσφιν]] ἀ. IL soustraire qqn à la mort;<br /><b>2</b> cacher, couvrir;<br /><b>II.</b> perdre de vue : τινά arriver hors de la vue de qqn;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀποκρύπτομαι cacher, dissimuler, garder secret : [[τι]] qch ; τινά [[τι]] qch à qqn ; ἀ. μὴ ποιεῖν THC dissimuler qu’on fait ; [[πρός]] τινα ἀποκρύψασθαι ISOCR, <i>rar.</i> τινα ἀποκρύπτεσθαι XÉN se cacher de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[κρύπτω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποκρύπτω:'''<br /><b class="num">1)</b> тж. med. [[скрывать]], [[прятать]], [[утаивать]] (τινί τι Hom., Plut. и τινά τινος Hom.): ἀποκρύψασθαι πρός τινα Isocr. и τινα Xen. скрыться от кого-л.;<br /><b class="num">2)</b> [[закрывать]], [[затмевать]] (τὸν ἥλιον ὑπὸ τοῦ πλήθεος τῶν ὀϊστῶν Her.; χιὼν ἀπέκρυψε τοὺς ἀνθρώπους Xen.; ἀπεκρύπτετο ζόφῳ τὸ [[πεδίον]] Plut.); перен. заслонять, затемнять (τὴν σοφίαν Plat.);<br /><b class="num">3)</b> [[терять из виду]] (γῆν Plat.; τινά Luc.);<br /><b class="num">4)</b> (sc. ἑαυτόν) скрываться из виду (ἀναχωροῦντες ἀπέκρυψαν Thuc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 36: Line 39:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποκρύπτω:''' γʹ ενικ. Επικ. παρατ. <i>ἀποκρύπτασκε</i>· μέλ. <i>-ψω</i> — Παθ. αόρ. βʹ -εκρύβην [ῠ]·<br /><b class="num">I.</b> [[κρύβω]] από, [[κρατώ]] [[κάτι]] κρυφό από κάποιον, με αιτ. και γεν., θανάτοιο [[ἀποκρύπτω]] τινά, σε Ομήρ. Ιλ.· με [[διπλή]] αιτ., όπως το Λατ. celare aliquem [[aliquid]], [[κρύβω]] από κάποιον [[κάτι]], σε Ηρόδ.· ομοίως στη Μέσ., <i>ἀποκρύπτεσθαί τινά τι</i>, σε Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[κρύβω]] [[κάτι]] από τη [[θέαση]], [[κρατώ]] [[κάτι]] κρυφό, [[συγκαλύπτω]], σε Ομήρ. Οδ., Αττ. — Μέσ., <i>ἀποκρύπτεσθαι μὴ ποιεῖν τι</i>, [[συγκαλύπτω]] τις πράξεις μου, σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> [[συσκοτίζω]], [[σκιάζω]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[ἀποκρύπτω]] γῆν, χάνω από τα μάτια μου τη [[στεριά]], λέγεται για πλοία που ξανοίγονται στη [[θάλασσα]], όπως το Phaeacum abscondimus arces, στον ίδ., Λουκ.
|lsmtext='''ἀποκρύπτω:''' γʹ ενικ. Επικ. παρατ. <i>ἀποκρύπτασκε</i>· μέλ. <i>-ψω</i> — Παθ. αόρ. βʹ -εκρύβην [ῠ]·<br /><b class="num">I.</b> [[κρύβω]] από, [[κρατώ]] [[κάτι]] κρυφό από κάποιον, με αιτ. και γεν., θανάτοιο [[ἀποκρύπτω]] τινά, σε Ομήρ. Ιλ.· με [[διπλή]] αιτ., όπως το Λατ. celare aliquem [[aliquid]], [[κρύβω]] από κάποιον [[κάτι]], σε Ηρόδ.· ομοίως στη Μέσ., <i>ἀποκρύπτεσθαί τινά τι</i>, σε Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[κρύβω]] [[κάτι]] από τη [[θέαση]], [[κρατώ]] [[κάτι]] κρυφό, [[συγκαλύπτω]], σε Ομήρ. Οδ., Αττ. — Μέσ., <i>ἀποκρύπτεσθαι μὴ ποιεῖν τι</i>, [[συγκαλύπτω]] τις πράξεις μου, σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> [[συσκοτίζω]], [[σκιάζω]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[ἀποκρύπτω]] γῆν, χάνω από τα μάτια μου τη [[στεριά]], λέγεται για πλοία που ξανοίγονται στη [[θάλασσα]], όπως το Phaeacum abscondimus arces, στον ίδ., Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποκρύπτω:'''<br /><b class="num">1)</b> тж. med. [[скрывать]], [[прятать]], [[утаивать]] (τινί τι Hom., Plut. и τινά τινος Hom.): ἀποκρύψασθαι πρός τινα Isocr. и τινα Xen. скрыться от кого-л.;<br /><b class="num">2)</b> [[закрывать]], [[затмевать]] (τὸν ἥλιον ὑπὸ τοῦ πλήθεος τῶν ὀϊστῶν Her.; χιὼν ἀπέκρυψε τοὺς ἀνθρώπους Xen.; ἀπεκρύπτετο ζόφῳ τὸ [[πεδίον]] Plut.); перен. заслонять, затемнять (τὴν σοφίαν Plat.);<br /><b class="num">3)</b> [[терять из виду]] (γῆν Plat.; τινά Luc.);<br /><b class="num">4)</b> (sc. ἑαυτόν) скрываться из виду (ἀναχωροῦντες ἀπέκρυψαν Thuc.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj