Anonymous

ἀποθραύω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=détacher en brisant, briser ; priver de en brisant.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[θραύω]].
|btext=détacher en brisant, briser ; priver de en brisant.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[θραύω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποθραύω:''' [[разбивать]], [[разламывать]] (Φινίσσης νεὼς [[κόρυμβα]] Aesch.; [[ὀστέον]] ἀποθραυσθέν Plut.): τῆς εὐκλείας ἀποθραυσθῆναι Arph. потерять доброе имя.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποθραύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[σπάζω]] και [[αποκόπτω]] το [[τμήμα]] που εξέχει από [[κάτι]] — Παθ., σπάζομαι σε κομμάτια· μεταφ., <i>ἀποθραυσθῆναι τῆς εὐκλείας</i>, [[εκπίπτω]] από τη [[θέση]] που [[κατέχω]], χάνω την [[καλή]] μου [[φήμη]], την υπόληψή μου, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἀποθραύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[σπάζω]] και [[αποκόπτω]] το [[τμήμα]] που εξέχει από [[κάτι]] — Παθ., σπάζομαι σε κομμάτια· μεταφ., <i>ἀποθραυσθῆναι τῆς εὐκλείας</i>, [[εκπίπτω]] από τη [[θέση]] που [[κατέχω]], χάνω την [[καλή]] μου [[φήμη]], την υπόληψή μου, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποθραύω:''' [[разбивать]], [[разламывать]] (Φινίσσης νεὼς [[κόρυμβα]] Aesch.; [[ὀστέον]] ἀποθραυσθέν Plut.): τῆς εὐκλείας ἀποθραυσθῆναι Arph. потерять доброе имя.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />to [[break]] off, Aesch.:—Pass. to be [[broken]] off: metaph., ἀποθραυσθῆναι τῆς εὐκλείας to be [[broken]] off from one's [[fair]] [[fame]], make [[shipwreck]] of it, Ar.
|mdlsjtxt=<br />to [[break]] off, Aesch.:—Pass. to be [[broken]] off: metaph., ἀποθραυσθῆναι τῆς εὐκλείας to be [[broken]] off from one's [[fair]] [[fame]], make [[shipwreck]] of it, Ar.
}}
}}