Anonymous

ἀσχολία: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> manque de loisir ; ἀσχολίας οὔσης THC faute de loisir ; ἀσχολίαν ἔχειν τινός XÉN, [[περί]] τινος PLAT, [[πρός]] [[τι]] PLUT n’avoir pas le loisir de s'occuper de qch;<br /><b>2</b> occupation, affaire ; <i>en mauv. part</i> affaires, embarras, difficulté : ἀσχολίαν παρέχειν τινί XÉN causer à qqn de l'embarras ; μυρίας τινὶ παρέχειν ἀσχολίας PLAT causer à qqn mille difficultés ; τινί παρέχειν ἀσχολίαν avec l'inf. XÉN empêcher qqn de faire qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἄσχολος]].
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> manque de loisir ; ἀσχολίας οὔσης THC faute de loisir ; ἀσχολίαν ἔχειν τινός XÉN, [[περί]] τινος PLAT, [[πρός]] [[τι]] PLUT n’avoir pas le loisir de s'occuper de qch;<br /><b>2</b> occupation, affaire ; <i>en mauv. part</i> affaires, embarras, difficulté : ἀσχολίαν παρέχειν τινί XÉN causer à qqn de l'embarras ; μυρίας τινὶ παρέχειν ἀσχολίας PLAT causer à qqn mille difficultés ; τινί παρέχειν ἀσχολίαν avec l'inf. XÉN empêcher qqn de faire qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἄσχολος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀσχολία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[занятость]], [[недосуг]] Arst., Dem., Plut.: ἀσχολίας οὔσης Thuc. за отсутствием свободного времени; ἀσχολίαν ἔχειν или ἄγειν τινός и εἴς τι Xen., περί τινος Plat. и πρός τι Plut. не иметь времени для чего-л.;<br /><b class="num">2)</b> [[занятие]], [[забота]], [[дело]], Pind., Lys., Plat., Plut.;<br /><b class="num">3)</b> [[затруднение]], [[помеха]], [[препятствие]] (ἀσχολίαν παρέχειν τινί Xen., Plat.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀσχολία:''' ἡ, [[ασχολία]], [[ενασχόληση]], [[εργασία]], [[έλλειψη]] ανάπαυλας, σε Θουκ.· [[ἀσχολία]] ἔχειν φιλοσοφίας [[πέρι]], δεν έχω χρόνο για να ασχοληθώ μ' αυτό (δηλ. για να επιδιώξω τη [[φιλοσοφία]]), σε Πλάτ.· [[ἀσχολία]] ἄγειν, [[ασχολούμαι]] ή απασχολούμαι, στον ίδ.· <i>ἀσχολίαν παρέχειν τινί</i>, [[προκαλώ]] [[ανησυχία]] σε κάποιον, στον ίδ.
|lsmtext='''ἀσχολία:''' ἡ, [[ασχολία]], [[ενασχόληση]], [[εργασία]], [[έλλειψη]] ανάπαυλας, σε Θουκ.· [[ἀσχολία]] ἔχειν φιλοσοφίας [[πέρι]], δεν έχω χρόνο για να ασχοληθώ μ' αυτό (δηλ. για να επιδιώξω τη [[φιλοσοφία]]), σε Πλάτ.· [[ἀσχολία]] ἄγειν, [[ασχολούμαι]] ή απασχολούμαι, στον ίδ.· <i>ἀσχολίαν παρέχειν τινί</i>, [[προκαλώ]] [[ανησυχία]] σε κάποιον, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀσχολία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[занятость]], [[недосуг]] Arst., Dem., Plut.: ἀσχολίας οὔσης Thuc. за отсутствием свободного времени; ἀσχολίαν ἔχειν или ἄγειν τινός и εἴς τι Xen., περί τινος Plat. и πρός τι Plut. не иметь времени для чего-л.;<br /><b class="num">2)</b> [[занятие]], [[забота]], [[дело]], Pind., Lys., Plat., Plut.;<br /><b class="num">3)</b> [[затруднение]], [[помеха]], [[препятствие]] (ἀσχολίαν παρέχειν τινί Xen., Plat.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj