Anonymous

ἀσχολία: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0382.png Seite 382]] ἡ, Mangel an Muße, οὔατος ἐς Μούσας Ant. Th. 14 (IX, 428); Beschäftigung, Pind. I. 1, 2; [[περί]] τι Pol. 21, 12; Abhaltung, ἀσχολίαν ἄγειν, beschäftigt, abgehalten sein, Plat. Phaed. 66 d; Apol. 39 e; ἀσχολίαν ἔχειν τινός Xen. Mem. 1, 3, 11; [[πρός]] τι Plut. Sol. et Popl. 2; ἀσχολίαν παρέχειν τινί, Hindernisse in den Weg legen, Plat. Phaed. 66 b; sequ. inf. Xen. Cyr. 8, 1, 13; τῷ εὐφραίνεσθαι 8, 7, 12 u. öfter.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0382.png Seite 382]] ἡ, Mangel an Muße, οὔατος ἐς Μούσας Ant. Th. 14 (IX, 428); Beschäftigung, Pind. I. 1, 2; [[περί]] τι Pol. 21, 12; Abhaltung, ἀσχολίαν ἄγειν, beschäftigt, abgehalten sein, Plat. Phaed. 66 d; Apol. 39 e; ἀσχολίαν ἔχειν τινός Xen. Mem. 1, 3, 11; [[πρός]] τι Plut. Sol. et Popl. 2; ἀσχολίαν παρέχειν τινί, Hindernisse in den Weg legen, Plat. Phaed. 66 b; sequ. inf. Xen. Cyr. 8, 1, 13; τῷ εὐφραίνεσθαι 8, 7, 12 u. öfter.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> manque de loisir ; ἀσχολίας οὔσης THC faute de loisir ; ἀσχολίαν ἔχειν τινός XÉN, [[περί]] τινος PLAT, [[πρός]] [[τι]] PLUT n’avoir pas le loisir de s'occuper de qch;<br /><b>2</b> occupation, affaire ; <i>en mauv. part</i> affaires, embarras, difficulté : ἀσχολίαν παρέχειν τινί XÉN causer à qqn de l'embarras ; μυρίας τινὶ παρέχειν ἀσχολίας PLAT causer à qqn mille difficultés ; τινί παρέχειν ἀσχολίαν avec l'inf. XÉN empêcher qqn de faire qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἄσχολος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀσχολία''': ἡ, ἐνασχόλησις, [[ἐργασία]], Πινδ. Ι. 1. 2, Θουκ. 8.72, κτλ.· πρᾳότης καὶ [[ἀσχολία]] Λυσ. 106. 15· ἀσχ. καὶ [[ἀπραγμοσύνη]] Δημ. 560. 22· ἀντίθ. τῷ [[ἡσυχία]], Θουκ. 1. 70· ἐμοὶ ἀσχ. τίς ἐστιν, ἔχω ἀσχολίαν τινά, Πλάτ. Πρωτ. 335C· δι' ἀσχολίαν, ἕνεκεν ἀσχολίας, Εὔβουλ. ἐν Ἀδήλ. 1. 12· ὑπ' ἀσχολίας Πλάτ. Θεαίτ. 172D. ΙΙ. [[ἔλλειψις]] σχολῆς, ἀσχολίας τινὸς οὔσης Θουκ. 1. 90· ἀσχ. ἔχειν φιλοσοφίας πέρι, μη ἔχειν σχολὴν πρὸς ἐπιδίωξιν, σπουδὴν αὐτῆς, Πλάτ. Φαίδων 66D· ἀσχ. ἄγειν, σχολάζειν, ὁ αὐτ. Ἀπολ. 39Ε· ἀντίθετ. τῷ [[σχολή]], Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 14, 12· ἀσχ. παρέχειν τινί, [[παρέχω]] εἴς τινα ἐνόχλησιν, Ξεν. Κύρ. 4. 3, 12· μύριας… ἡμῖν παρέχει ἀσχολίας τὸ [[σῶμα]] Πλάτ. Φαίδων 66Β· καὶ μετ' ἀπαρ., [[ἐμποδίζω]] τινὰ ἀπὸ τοῦ νὰ πράξῃ τι, Ξεν. Κύρ. 8. 1, 13 ἀσχ. μοι ἦν παρεῖναι, δὲν εἶχον εὐκαιρίαν [[ὥστε]] νὰ παρευρεθῶ, Ἀντιφῶν 42. 38, πρβλ. Πλάτ. Φαίδωνα 58D· εἰς δὲ τὸ ἀπαρέμφατον συχν. προτάσσεται τὸ ἄρθρον, ἀσχ. τοῦ ποιεῖν Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 11, (καὶ ἡ δοτ. τῷ ἔπρεπε πιθαν. νὰ [[εἶναι]] τοῦ ἐν Κύρ. 8. 7, 12)· [[ὡσαύτως]], εἰς τὸ μὴ ποιεῖν ὁ αὐτ. Ἑλλ. 6. 1, 16.
|lstext='''ἀσχολία''': ἡ, ἐνασχόλησις, [[ἐργασία]], Πινδ. Ι. 1. 2, Θουκ. 8.72, κτλ.· πρᾳότης καὶ [[ἀσχολία]] Λυσ. 106. 15· ἀσχ. καὶ [[ἀπραγμοσύνη]] Δημ. 560. 22· ἀντίθ. τῷ [[ἡσυχία]], Θουκ. 1. 70· ἐμοὶ ἀσχ. τίς ἐστιν, ἔχω ἀσχολίαν τινά, Πλάτ. Πρωτ. 335C· δι' ἀσχολίαν, ἕνεκεν ἀσχολίας, Εὔβουλ. ἐν Ἀδήλ. 1. 12· ὑπ' ἀσχολίας Πλάτ. Θεαίτ. 172D. ΙΙ. [[ἔλλειψις]] σχολῆς, ἀσχολίας τινὸς οὔσης Θουκ. 1. 90· ἀσχ. ἔχειν φιλοσοφίας πέρι, μη ἔχειν σχολὴν πρὸς ἐπιδίωξιν, σπουδὴν αὐτῆς, Πλάτ. Φαίδων 66D· ἀσχ. ἄγειν, σχολάζειν, ὁ αὐτ. Ἀπολ. 39Ε· ἀντίθετ. τῷ [[σχολή]], Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 14, 12· ἀσχ. παρέχειν τινί, [[παρέχω]] εἴς τινα ἐνόχλησιν, Ξεν. Κύρ. 4. 3, 12· μύριας… ἡμῖν παρέχει ἀσχολίας τὸ [[σῶμα]] Πλάτ. Φαίδων 66Β· καὶ μετ' ἀπαρ., [[ἐμποδίζω]] τινὰ ἀπὸ τοῦ νὰ πράξῃ τι, Ξεν. Κύρ. 8. 1, 13 ἀσχ. μοι ἦν παρεῖναι, δὲν εἶχον εὐκαιρίαν [[ὥστε]] νὰ παρευρεθῶ, Ἀντιφῶν 42. 38, πρβλ. Πλάτ. Φαίδωνα 58D· εἰς δὲ τὸ ἀπαρέμφατον συχν. προτάσσεται τὸ ἄρθρον, ἀσχ. τοῦ ποιεῖν Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 11, (καὶ ἡ δοτ. τῷ ἔπρεπε πιθαν. νὰ [[εἶναι]] τοῦ ἐν Κύρ. 8. 7, 12)· [[ὡσαύτως]], εἰς τὸ μὴ ποιεῖν ὁ αὐτ. Ἑλλ. 6. 1, 16.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> manque de loisir ; ἀσχολίας οὔσης THC faute de loisir ; ἀσχολίαν ἔχειν τινός XÉN, [[περί]] τινος PLAT, [[πρός]] [[τι]] PLUT n’avoir pas le loisir de s'occuper de qch;<br /><b>2</b> occupation, affaire ; <i>en mauv. part</i> affaires, embarras, difficulté : ἀσχολίαν παρέχειν τινί XÉN causer à qqn de l'embarras ; μυρίας τινὶ παρέχειν ἀσχολίας PLAT causer à qqn mille difficultés ; τινί παρέχειν ἀσχολίαν avec l'inf. XÉN empêcher qqn de faire qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἄσχολος]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater