Anonymous

ἀτρεκής: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><i>litt.</i> qui ne tourne pas, <i>d'où</i><br /><b>1</b> droit, franc, de bon aloi : [[αἷμα]] ἀτρεκές IL sang véritable ; εἶπαι [[τὸ ἀτρεκές]] HDT dire l'exacte vérité;<br /><b>2</b> exact, précis : ἀριθμὸς [[ἀτρεκής]] HDT nombre exact ; <i>adv.</i> δεκὰς • ἀτρεκές OD exactement dix (d'entre eux);<br /><i>Cp.</i> ἀτρεκέστερος, <i>Sp.</i> ἀτρεκέστατος.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], *τρέκω pê p. [[τρέπω]].
|btext=ής, ές :<br /><i>litt.</i> qui ne tourne pas, <i>d'où</i><br /><b>1</b> droit, franc, de bon aloi : [[αἷμα]] ἀτρεκές IL sang véritable ; εἶπαι [[τὸ ἀτρεκές]] HDT dire l'exacte vérité;<br /><b>2</b> exact, précis : ἀριθμὸς [[ἀτρεκής]] HDT nombre exact ; <i>adv.</i> δεκὰς • ἀτρεκές OD exactement dix (d'entre eux);<br /><i>Cp.</i> ἀτρεκέστερος, <i>Sp.</i> ἀτρεκέστατος.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], *τρέκω pê p. [[τρέπω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀτρεκής:'''<br /><b class="num">1)</b> [[истинный]], [[подлинный]], [[настоящий]] ([[αἷμα]] Hom.; [[ἀλάθεια]] Pind.; [[δόξα]] Eur.; [[ἐπιστήμη]] Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> [[уверенный]], [[твердый]] (ἀτρεκέϊ [[ποδί]] Pind.);<br /><b class="num">3)</b> [[точный]] ([[ἀριθμός]] Her.);<br /><b class="num">4)</b> [[ревностный]], [[усердный]] (βιότου ἐπιτηδεύσεις Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 33: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀτρεκής:''' -ές,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[πραγματικός]], [[αληθινός]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[αυστηρός]], [[ακριβής]], [[σωστός]], [[ἀριθμός]], σε Ηρόδ.· [[τὸ ἀτρεκές]] = [[ἀτρέκεια]], στον ίδ.· <i>τὸ ἀτρεκέστερον</i>, μεγαλύτερη [[ακρίβεια]], στον ίδ.· <i>τὸ ἀτρεκέστατον</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> [[βέβαιος]], [[ασφαλής]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> χρησιμ. από Όμηρ. [[κυρίως]] ως επίρρ. [[ἀτρεκέως]], με <i>ἀγορεύειν</i>, <i>καταλέξαι</i>, [[μιλώ]] αληθινά, μαζί με [[ακρίβεια]], ομοίως επίσης σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> επίσης ουδ. ως επίρρ., <i>δεκὰςἀτρεκές</i>, μόνο [[δέκα]] από αυτούς, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, [[τὸ ἀτρεκές]], σε Θέογν. (αμφίβ. προέλ.).
|lsmtext='''ἀτρεκής:''' -ές,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[πραγματικός]], [[αληθινός]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[αυστηρός]], [[ακριβής]], [[σωστός]], [[ἀριθμός]], σε Ηρόδ.· [[τὸ ἀτρεκές]] = [[ἀτρέκεια]], στον ίδ.· <i>τὸ ἀτρεκέστερον</i>, μεγαλύτερη [[ακρίβεια]], στον ίδ.· <i>τὸ ἀτρεκέστατον</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> [[βέβαιος]], [[ασφαλής]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> χρησιμ. από Όμηρ. [[κυρίως]] ως επίρρ. [[ἀτρεκέως]], με <i>ἀγορεύειν</i>, <i>καταλέξαι</i>, [[μιλώ]] αληθινά, μαζί με [[ακρίβεια]], ομοίως επίσης σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> επίσης ουδ. ως επίρρ., <i>δεκὰςἀτρεκές</i>, μόνο [[δέκα]] από αυτούς, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, [[τὸ ἀτρεκές]], σε Θέογν. (αμφίβ. προέλ.).
}}
{{elru
|elrutext='''ἀτρεκής:'''<br /><b class="num">1)</b> [[истинный]], [[подлинный]], [[настоящий]] ([[αἷμα]] Hom.; [[ἀλάθεια]] Pind.; [[δόξα]] Eur.; [[ἐπιστήμη]] Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> [[уверенный]], [[твердый]] (ἀτρεκέϊ [[ποδί]] Pind.);<br /><b class="num">3)</b> [[точный]] ([[ἀριθμός]] Her.);<br /><b class="num">4)</b> [[ревностный]], [[усердный]] (βιότου ἐπιτηδεύσεις Eur.).
}}
}}
{{etym
{{etym