Anonymous

ἀχθηδών: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=όνος (ἡ) :<br /><b>1</b> poids accablant;<br /><b>2</b> souci, chagrin : δι’ ἀχθηδόνα THC pour tourmenter (qqn).<br />'''Étymologie:''' [[ἄχθος]].
|btext=όνος (ἡ) :<br /><b>1</b> poids accablant;<br /><b>2</b> souci, chagrin : δι’ ἀχθηδόνα THC pour tourmenter (qqn).<br />'''Étymologie:''' [[ἄχθος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀχθηδών:''' όνος ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[тяжесть]], [[бремя]] (κακοῦ Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> [[мучение]], [[скорбь]] Plat.: δι᾽ ἀχθηδόνα Thuc. на зло; πρὸς ἀχθηδόνα Luc. с досадой.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀχθηδών:''' -όνος, ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[βάρος]], φορτίο, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[λύπη]], [[ταλαιπωρία]], [[ενόχληση]], [[δυσφορία]], σε Θουκ., Πλάτ.· <i>δι' ἀχθηδόνα</i>, [[χάριν]] ενοχλήσεως, λέγεται για [[πείραγμα]], σε Θουκ. (από το [[ἄχθος]] όπως το [[ἀλγηδών]] από το [[ἄλγος]]).
|lsmtext='''ἀχθηδών:''' -όνος, ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[βάρος]], φορτίο, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[λύπη]], [[ταλαιπωρία]], [[ενόχληση]], [[δυσφορία]], σε Θουκ., Πλάτ.· <i>δι' ἀχθηδόνα</i>, [[χάριν]] ενοχλήσεως, λέγεται για [[πείραγμα]], σε Θουκ. (από το [[ἄχθος]] όπως το [[ἀλγηδών]] από το [[ἄλγος]]).
}}
{{elru
|elrutext='''ἀχθηδών:''' όνος ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[тяжесть]], [[бремя]] (κακοῦ Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> [[мучение]], [[скорбь]] Plat.: δι᾽ ἀχθηδόνα Thuc. на зло; πρὸς ἀχθηδόνα Luc. с досадой.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj