3,277,719
edits
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0418.png Seite 418]] όνος, ἡ, eigtl. Last, Bürde, Aesch. Prom. 26; übertr., Schmerz, s. Plat. Crat. 419 c (ἀπεικασμένον τῷ τῆς φορᾶς βάρει); auch im plur., Thuc. 2, 37; [[ἐρέσθαι]] τινὰ δι' ἀχθηδόνα, um ihn zu ärgern, 4, 40; πρὸς ἀχθηδόνα ἀκούειν, mit Widerwillen, Luc. Tox. 9. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0418.png Seite 418]] όνος, ἡ, eigtl. Last, Bürde, Aesch. Prom. 26; übertr., Schmerz, s. Plat. Crat. 419 c (ἀπεικασμένον τῷ τῆς φορᾶς βάρει); auch im plur., Thuc. 2, 37; [[ἐρέσθαι]] τινὰ δι' ἀχθηδόνα, um ihn zu ärgern, 4, 40; πρὸς ἀχθηδόνα ἀκούειν, mit Widerwillen, Luc. Tox. 9. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=όνος (ἡ) :<br /><b>1</b> poids accablant;<br /><b>2</b> souci, chagrin : δι’ ἀχθηδόνα THC pour tourmenter (qqn).<br />'''Étymologie:''' [[ἄχθος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀχθηδών''': -όνος, ἡ, βάρος, [[φορτίον]], ἀχθ. κακοῦ Αἰσχύλ. Πρ. 26. 2) μεταφ., [[λύπη]], [[ταλαιπωρία]], [[ἀθλιότης]], [[ἀνία]], [[δυσθυμία]], Θουκ. 2. 37, Πλάτ. Νόμ. 734Α· [[ἐρέσθαι]] τινὰ δι’ ἀχθηδόνα, [[χάριν]] ἐνοχλήσεως, διὰ «πείραγμα», Θουκ. 4. 40· πρὸς ἀχθηδόνα μου, μετ’ ὀργῆς [[ἐναντίον]] μου, Λουκ. Τόξ. 9. (Ἐκ τοῦ [[ἄχθος]], ὡς τὸ [[ἀλγηδών]] ἐκ τοῦ [[ἄλγος]], πρβλ. Πλάτ. Κρατ. 419C.) | |lstext='''ἀχθηδών''': -όνος, ἡ, βάρος, [[φορτίον]], ἀχθ. κακοῦ Αἰσχύλ. Πρ. 26. 2) μεταφ., [[λύπη]], [[ταλαιπωρία]], [[ἀθλιότης]], [[ἀνία]], [[δυσθυμία]], Θουκ. 2. 37, Πλάτ. Νόμ. 734Α· [[ἐρέσθαι]] τινὰ δι’ ἀχθηδόνα, [[χάριν]] ἐνοχλήσεως, διὰ «πείραγμα», Θουκ. 4. 40· πρὸς ἀχθηδόνα μου, μετ’ ὀργῆς [[ἐναντίον]] μου, Λουκ. Τόξ. 9. (Ἐκ τοῦ [[ἄχθος]], ὡς τὸ [[ἀλγηδών]] ἐκ τοῦ [[ἄλγος]], πρβλ. Πλάτ. Κρατ. 419C.) | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |