Anonymous

ἀφηνιάζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἀφηνιάσω;<br /><i>litt.</i> résister aux rênes, être rétif.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ἡνία]].
|btext=<i>f.</i> ἀφηνιάσω;<br /><i>litt.</i> résister aux rênes, être rétif.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ἡνία]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀφηνιάζω:''' [[сбрасывать поводья]], [[не слушаться поводьев]] Plut., Luc.: ἀφηνιάσαι τινός Luc. взбунтоваться против кого-л.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἀφηνιάζω]]) [[ηνία]]<br />(για τα υποζύγια, και [[κυρίως]] τα άλογα) δεν συγκρατούμαι από τα [[ηνία]], [[αρνούμαι]] να υπακούσω στον αναβάτη<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />εξεγείρομαι, [[στασιάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για ανθρώπους)<br /><b>1.</b> παρεκτρέπομαι, παραφέρομαι, [[αντιδρώ]] βίαια και παράλογα<br /><b>2.</b> επιδίδομαι ασύστολα σε άσεμνες πράξεις<br /><b>3.</b> [[γίνομαι]] έξω φρενών<br /><b>4.</b> (η μτχ. ως επίθ. ή ουσ.) <i>αφηνιασμένος</i><br />αυτός που έχει χάσει τον αυτοέλεγχο, ο μανιασμένος.
|mltxt=(AM [[ἀφηνιάζω]]) [[ηνία]]<br />(για τα υποζύγια, και [[κυρίως]] τα άλογα) δεν συγκρατούμαι από τα [[ηνία]], [[αρνούμαι]] να υπακούσω στον αναβάτη<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />εξεγείρομαι, [[στασιάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για ανθρώπους)<br /><b>1.</b> παρεκτρέπομαι, παραφέρομαι, [[αντιδρώ]] βίαια και παράλογα<br /><b>2.</b> επιδίδομαι ασύστολα σε άσεμνες πράξεις<br /><b>3.</b> [[γίνομαι]] έξω φρενών<br /><b>4.</b> (η μτχ. ως επίθ. ή ουσ.) <i>αφηνιασμένος</i><br />αυτός που έχει χάσει τον αυτοέλεγχο, ο μανιασμένος.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀφηνιάζω:''' [[сбрасывать поводья]], [[не слушаться поводьев]] Plut., Luc.: ἀφηνιάσαι τινός Luc. взбунтоваться против кого-л.
}}
}}