Anonymous

ἀτιμάζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἀτιμάσω, <i>ao.</i> ἠτίμασα, <i>pf.</i> ἠτίμακα;<br /><i>Pass. f.</i> ἀτιμασθήσομαι, <i>ao.</i> ἠτιμάσθην, <i>pf.</i> ἠτίμασμαι;<br /><b>I. 1</b> déshonorer, acc.;<br /><b>2</b> frapper d'une peine infamante;<br /><b>II.</b> mépriser, traiter avec dédain, acc. ; <i>avec</i> double acc. ἔπη ἃ ἀτιμάζεις πόλιν SOPH les paroles méprisantes que tu prononces sur la cité;<br /><b>III.</b> juger indigne : τινά τινος qqn de qch ; [[μή]] μ’ ἀτιμάσῃς τὸ μὴ [[οὐ]] [[θανεῖν]] [[σύν]] [[σοι]] SOPH ne me juge pas indigne de mourir avec toi.<br />'''Étymologie:''' [[ἄτιμος]].
|btext=<i>f.</i> ἀτιμάσω, <i>ao.</i> ἠτίμασα, <i>pf.</i> ἠτίμακα;<br /><i>Pass. f.</i> ἀτιμασθήσομαι, <i>ao.</i> ἠτιμάσθην, <i>pf.</i> ἠτίμασμαι;<br /><b>I. 1</b> déshonorer, acc.;<br /><b>2</b> frapper d'une peine infamante;<br /><b>II.</b> mépriser, traiter avec dédain, acc. ; <i>avec</i> double acc. ἔπη ἃ ἀτιμάζεις πόλιν SOPH les paroles méprisantes que tu prononces sur la cité;<br /><b>III.</b> juger indigne : τινά τινος qqn de qch ; [[μή]] μ’ ἀτιμάσῃς τὸ μὴ [[οὐ]] [[θανεῖν]] [[σύν]] [[σοι]] SOPH ne me juge pas indigne de mourir avec toi.<br />'''Étymologie:''' [[ἄτιμος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀτῑμάζω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[не уважать]], [[не почитать]], [[пренебрегать]], [[презирать]] (τινά Hom., Aesch., Plut. и τι Plat., Plut.): ἔπη ἃ σὺ τὴνδ᾽ ἀτιμάζεις πόλιν Soph. твоя презрительная речь об этом городе;<br /><b class="num">2)</b> [[покрывать позором]], [[унижать]] (τινά и τι Hom.; αἱ ἠτιμασμέναι σπεῖραι Plut.);<br /><b class="num">3)</b> [[подвергать позорному наказанию]], [[шельмовать]] (ἀ. τε καὶ κολάζειν Xen.);<br /><b class="num">4)</b> [[считать недостойным]] (τινά τινος Aesch., Soph.): οὐκ ἀτιμάσω (sc. με) θεοὺς προσειπεῖν Eur. я позволю себе обратиться к богам.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 36: Line 39:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀτῑμάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i>, αόρ. αʹ <i>ἠτίμασα</i>, παρακ. <i>ἠτίμακα</i> — Παθ. παρακ. <i>ἠτίμασμαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἠτιμάσθην</i>, μέλ. <i>ἀτιμασθήσομαι</i> ([[ἄτιμος]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> δεν έχω σε [[τιμή]], [[υπολήπτομαι]] λίγο, [[διαφθείρω]], [[ταπεινώνω]], με αιτ., σε Όμηρ., Αττ.· παρομοίως στην Μέσ., σε Σοφ.· με σύστ. αντ., <i>ἔπη ἀτιμάζεις πόλιν</i>, τα [[λόγια]] [[σου]] είναι [[ατίμωση]] για την πόλη, στον ίδ. — Παθ., [[υποφέρω]] [[ατίμωση]], σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν. πράγμ., [[ἀτιμάζω]] λόγου, [[μεταχειρίζομαι]] [[κάτι]] ως ανάξιο λόγου, σε Αισχύλ.· [[ἀτιμάζω]] ὧν = [[ἀτιμάζω]] τούτων ἅ, σε Σοφ.· επίσης, μή μ' ἀτιμάσῃς τὸ μὴ οὐ [[θανεῖν]] σὺν [[σοί]], μη με θεωρήσεις ανάξια να πεθάνω μαζί [[σου]], στον ίδ.· <i>οὐκ ἀτιμάσω προσεπεῖν</i>, <i>δεν</i> θα περιφρονήσω να..., σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> = [[ἀτιμόω]], με νομική [[σημασία]], [[αποστερώ]] κάποιον από τα [[πολιτικά]] του δικαιώματα, σε Ξεν.
|lsmtext='''ἀτῑμάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i>, αόρ. αʹ <i>ἠτίμασα</i>, παρακ. <i>ἠτίμακα</i> — Παθ. παρακ. <i>ἠτίμασμαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἠτιμάσθην</i>, μέλ. <i>ἀτιμασθήσομαι</i> ([[ἄτιμος]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> δεν έχω σε [[τιμή]], [[υπολήπτομαι]] λίγο, [[διαφθείρω]], [[ταπεινώνω]], με αιτ., σε Όμηρ., Αττ.· παρομοίως στην Μέσ., σε Σοφ.· με σύστ. αντ., <i>ἔπη ἀτιμάζεις πόλιν</i>, τα [[λόγια]] [[σου]] είναι [[ατίμωση]] για την πόλη, στον ίδ. — Παθ., [[υποφέρω]] [[ατίμωση]], σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν. πράγμ., [[ἀτιμάζω]] λόγου, [[μεταχειρίζομαι]] [[κάτι]] ως ανάξιο λόγου, σε Αισχύλ.· [[ἀτιμάζω]] ὧν = [[ἀτιμάζω]] τούτων ἅ, σε Σοφ.· επίσης, μή μ' ἀτιμάσῃς τὸ μὴ οὐ [[θανεῖν]] σὺν [[σοί]], μη με θεωρήσεις ανάξια να πεθάνω μαζί [[σου]], στον ίδ.· <i>οὐκ ἀτιμάσω προσεπεῖν</i>, <i>δεν</i> θα περιφρονήσω να..., σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> = [[ἀτιμόω]], με νομική [[σημασία]], [[αποστερώ]] κάποιον από τα [[πολιτικά]] του δικαιώματα, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀτῑμάζω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[не уважать]], [[не почитать]], [[пренебрегать]], [[презирать]] (τινά Hom., Aesch., Plut. и τι Plat., Plut.): ἔπη ἃ σὺ τὴνδ᾽ ἀτιμάζεις πόλιν Soph. твоя презрительная речь об этом городе;<br /><b class="num">2)</b> [[покрывать позором]], [[унижать]] (τινά и τι Hom.; αἱ ἠτιμασμέναι σπεῖραι Plut.);<br /><b class="num">3)</b> [[подвергать позорному наказанию]], [[шельмовать]] (ἀ. τε καὶ κολάζειν Xen.);<br /><b class="num">4)</b> [[считать недостойным]] (τινά τινος Aesch., Soph.): οὐκ ἀτιμάσω (sc. με) θεοὺς προσειπεῖν Eur. я позволю себе обратиться к богам.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj